ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Accretion bond
Ομολογία η οποία δεν λαμβάνει τόκο αλλά η οποία έχει μια συσσωρευμένη αξία που διογκούται συνεχώς και προκύπτει με βάση το αρχικό κεφάλαιο για την απόκτηση της ομολογίας και ένα επιτόκιο το οποίο χρησιμοποιείται περιοδικά για να υπολογίζεται η νέα συσσωρευόμενη αξία περιόδου της ομολογίας (ονομαστική αξία συν συσσωρευθείσες αξίες προηγουμένων χρονικών περιόδων που πιστώνονται στον κάτοχο της ομολογίας). Αλλοιώς η "ομολογία χωρίς τοκομερίδιο", "zero-coupon bond". Αυτή η μορφή επένδυσης μπορεί να χρησιμοποιείται από "εκδότη ομολογιών" (βλ.ο.) για να συγκεντρώνει κεφάλαια χωρίς να καταβάλει περιοδικά τόκους στους κατόχους των ομολογιών που θα εκδόσει, οι οποίες βασίζονται σε υποθηκευμένες αξίες
Accrual bond
Βλ. "accretion bond"
Premium Bond
Η ομολογία που διατίθεται στους επενδυτές σε τιμή μεγαλύτερη της ονομαστικής της τιμής, προφανώς για να είναι ελκυστικότερη στους επενδυτές, ιδιαίτερα όταν:
1. Υπάρχει έντονος ανταγωνισμός στις εκδόσεις νέων ομολογιών και πολύ μεγάλη προσφορά τίτλων που εκδίδονται από κράτη, εταιρείες, δημοτικές αρχές κλπ.
2. Εταιρείες δεν είναι σε θέση να εκδώσουν νέες μετοχές για άντληση κεφαλαίων, επειδή οι επενδυτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί και προτιμούν τοκοφόρες τοποθετήσεις που έχουν μικρότερους επενδυτικούς κινδύνους.
3. Κυβερνήσεις επείγονται να εκδώσουν ομολογίες λόγω έκτακτων γεγονότων που δεν τους επιτρέπουν να αυξήσουν τις φορολογίες κλπ.
Acid test ratio
"Δείκτης ρευστότητας ταμιακών διαθεσίμων και απαιτήσεων προς υποχρεώσεις" (βλ.ο.) που χρησιμοποιείται διεθνώς για να βρεθεί η πιστοληπτική ικανότητα και φερεγγυότητα των επιχειρήσεων. Προκύπτει από κλάσμα με αριθμητή τη συνολική αξία των διαθεσίμων, ρευστοποιήσιμων αξιογράφων και απαιτήσεων προς είσπραξη, ενώ παρονομαστής είναι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Οσο ο σχετικός δείκτης είναι πάνω από 1,00 τόσο μεγαλύτερη ρευστότητα και βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας έχει η επιχείρηση και τόσο λιγότερο χρειάζεται κεφάλαια κινησης από τις τράπεζες. Δηλαδή η επιχείρηση έχει επαρκή ταμιακά διαθέσιμα και ισοδύναμα για να καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες της. Σε περίπτωσης έκδοσης ομολογιακού δανείου ή σύναψης μακροπρόθεσμου δανείου για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία η επιχείρηση με υψηλό δείκτη θα πετύχει ευνοϊκούς επιτοκιακούς όρους. Προσοχή όμως: ο δείκτης εχει σχετική αξία όταν η επιχείρηση πραγματοποιεί εξαγορές μεγάλης αξίας ακινήτων που θα προκαλέσουν απότομες εκροές μεγάλου ύψους τόκων. Ο δείκτης είναι γνωστός και ως "quick ratio"
Acquisition cost
Η "αξία κτήσεως" (βλ. σχετικά), η τιμή που καταβάλλει μια επιχείρηση για να αποκτήσει ένα περιουσιακό στοιχείο που θα χρησιμοποιεί μακροπρόθεσμα. Για τις εταιρείες στην αξία κτήσεως περιλαμβάνονται και οι εξαγορές εταιρειών ή πακέτων μετοχών εταιρειών, προσδοκώντας ότι αυτές θα εξασφαλίσουν κέρδη μετά από μερικά χρόνια, υπερκαλύπτοντας το κόστος εξαγορές. Για τους επενδυτές Χρηματιστηρίου η τιμή απόκτησης αξιογράφων που αναμένουν ότι θα επιτύχουν σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μια υπεραξία λόγω ανόδου της χρηματιστηριακής τιμής τους, μερίσματα κλπ.
Additional paid-in capital
Το επιπλέον ποσό που καταβάλλουν οι επενδυτές για κάθε μετοχή που διατίθεται μέσω δημόσιας εγγραφής ως προς την "ονομαστική τιμή της μετοχής" (βλ.ο.). Οι υπεραξίες που δημιουργούνται χρησιμοποιούνται ως ξεχωριστό κεφάλαιο που περιλαμβάνεται στο λογαριασμό "διαφορά από έκδοση μετο΄χων υπέρ το άρτιο" (βλ.ο.)
Adjusted book value
Βλ, "αναπροσαρμοσμένη αξία επιχείρησης"
Administrative expenses
Τα "έξοδα διοικητικής λειτουργίας" (βλ.ο), οι διάφορες δαπάνες που επιβαρύνουν τις εταιρείες ανάπτυξης ή (και) εκμετάλλευσης ακινήτων και οι οποίες δεν εμπίπτουν στο "κόστος πωληθέντων ακινήτων" (βλ.ο). Σε αυτή την κατηγορία δπαανών περιλαμβάνονται: αμοιβές και έξοδα προσωπικού, αμοιβές και έξοδα τρίτων, παροχές τρίτων,κοινόχρηστες δαπάνες, έξοδα δημοσίευσης ισολογισμών, φόροι και τέλη, διάφορα έξοδα, καθώς και προβλέψεις εκμετάλλευσης
Appropriation account
Ο "πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων" που δείχνει πως θα πραγματοποιηθεί η "διάθεση κερδών" (βλ.ο). Δημοσιεύεται στο τέλος της κλειόμενης χρήσεως παρέχοντας πληροφορίες και για τον τρόπο διάθεσης αποτελεσμάτων κατά την αμέσως προηγούμενη χρήση, επιτρέποντας την άντληση χρήσιμων πληροφορικών στους επενδυτές, πελάτες κλπ
APR
Βλ. "annual percentage rate" και "ετήσιο ποσοστό επιβάρυνσης δανείου". Δείκτης που αποκαλύπτει το ετήσιο κόστος δανεισμού επιχείρησης με βάση δάνειο το οποίο συνήψε για επένδυση σε νέα ακίνητα, για εξαγορές κλπ
At par
Η "τιμή στο άρτιο" (βλ.ο.), καθώς και "face value", "par value"
Athens Interbank Offered Rate
Το μέσο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού όπως διαμορφώνεται στη "διατραπεζική αγορά" (βλ.ο) Αθηνών μέσα από τη ζήτηση και προσφορά κεφαλαίων με βάση συγκεκριμένα και προτεινόμενα από τις τράπεζες επιτόκια. Το επιτόκιο ATHIBOR αποτελεί στην πράξη το επιτόκιο αγοράς σε επίπεδο τραπεζών, ενώ μεταβολές τους επηρεάζονται τα άλλα επιτόκια δανεισμού, καταθέσεων κλπ
ATHIBOR
Βλ. ¨Athens Interbank Offered Rate"
Authorized shares
Ο μέγιστος αριθμός μετοχών που μπορεί να εκδώσει μια εταιρεία με βάση το καταστατικό της, ενώ για τις εισηγμένες ή τις προς εισαγωγή εταιρείες ο επιτρεπόμενος να εκδοθεί αριθμός νέων μετοχών καθορίζεται με απόφαση των χρηματιστηριακών αρχών
Auxiliary materials
Οι "βοηθητικές ύλες", διάφορα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν μαζί με τις "πρώτες ύλες" (βλ. όρο) για την παραγωγή εμπορευμάτων. Αποτελούν περιουσιακό στοιχείο επιχείρησης και περιλαμβάνεται στα "αποθέματα" (βλ. όρο), τα οποία με τη σειρά τους εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία "κυκλοφορούν ενεργητικό" (βλ.όρο)
Average effective maturity
Η μέση διάρκεια ωρίμανσης μιας ομολογίας λαμβάνοντας υπ΄όψη και το ενδεχόμενο να ασκήσει ο "εκδότης ομολογιών" (βλ.ο.) το δικαίωμα για "ανάκληση" ή "call" μιας ομολογίας και να προεξοφλήσει ενωρίτερα το αρχικό κεφάλαιο, όπως αυτό προκύπτει από τις εκδοθείσες ομολογίες επί την καθορισμένη "τιμή στο άρτιο" ή "τιμή υπέρ το άρτιο" της κάθε ομολογίας. Στην περίπτωση ενός χαρτοφυλακίου κτηματικών ομολογιών λαμβάνονται υπ΄όψη οι ιδιαιτερότητες διαφορετικών κτηματικών ομολογιών, όπως: τυχόν αθρόες προεξοφλήσεις των ενυποθήκων απαιτήσεων, οι διακυμάνσεις των επιτοκίων που επηρεάζουν και τα στεγαστικά επιτόκια, οι σχέσεις συνολικής ζήτησης και προσφοράς κτηματικών ομολογιών που επηρεάζουν τις χρηματιστηριακές τιμές τους, η κάμψη επιτοκίων που μειώνουν την αξία των προς εξόφληση τοκομεριδίων κλπ. Βλ. και "maturity", "average weighted maturity", "balloon maturity", "current maturity", "escrowed to maturity", "yield to maturity", "original maturity"
Average nominal maturity
Η μέση χρονική διάρκεια μέχρι την "ημερομηνία ωρίμανσης" (βλ.ο.) και εξόφλησης του αρχικού κεφαλαίου εκδοθεισών ομολογιών που περιλαμβάνονται σε ένα χαρτοφυλάκιο χωρίς να υπολογισθούν τυχόν προεξοφλήσεις ομολογιών και δικαιώματα για ρευστοποιήσεις μέρους των υποκειμένων αξιών των ομολογιών. Η αξία ολόκληρου του χαρτοφυλακίου με βάση την αγοραία αξία των ομολογιών που περιλαμβάνονται σ΄αυτό. Όσο μεγαλύτερη είναι η μέση σταθμική ονομαστική ωρίμανση σε τόσο μεγαλύτερους κινδύνους είναι εκτεθειμένο το χαρτοφυλάκιο και τόσο μεγαλύτερη κινητικότητα θα παρουσιάζει σε περιόδους ισχυρών διακυμάνσεων των επιτοκίων αγοράς
Average total cost
Το "μέσο συνολικό κόστος" (βλ. περισσότερα), το κόστος που έχει σε μέσα επίπεδα μια επιχείρηση ανά κατασκευαζόμενη κατοικία, γραφείο κλπ με βάση τις συνολικές δαπάνες που είχε για την κατασκευή ενός συγκροτήματος κατοικιών, γραφείων κλπ.
Bank financial ratios
Οι διάφοροι χρηματοοικονομικοί δείκτες που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να εκτιμήσουν τις δυνατότητες που έχουν οι υποψήφιες δανειολήπτριες επιχειρήσεις να αποπληρώσουν ομαλά τα τυχόν εγκρινόμενα δάνεια. Με τους δείκτες αυτούς καθορίζονται τα επιτόκια, το ύψος των δανείων που θα εκταμιευθούν, οι υποθήκες που θα χρησιμοποιηθούν ως κάλυμμα κλπ
Bear market
Η περίοδος κατά την οποία μία ή περισσότερες χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται σε φάση στασιμότητας ή κάμψης, με κύριο ψυχολογικό στοιχείο των επενδυτών την ύπαρξη αβεβαιότητας. Σε αυτή τη φάση οι επενδυτές επιλέγουν τοποθετήσεις με μικρότερους επενδυτικούς κινδύνους, κυρίως σε μετοχές εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης, σε πολύτιμα μέταλλα κλπ.
Below par
Η ομολογία η οποία πωλείται στην αγορά ή έχει χρηματιστηριακή τιμή κάτω από την ονομαστική τιμή της (βλ. αναλυτικά: "par", "κτηματική ομολογία", "ανακλητή ομολογία", κλπ). ‘Οσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ της χαμηλότερης τρέχουσας (χρηματιστηριακής) τιμής μιας ομολογίας, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αποδόσεις της, που προκύπτουν από το ύψος του τόκου που εξασφαλίζει σε ετήσια βάση η συγκεκριμένη ομολογία ως προς την ονομαστική τιμή της. Εντούτοις, είναι πιθανό μια μεγάλη υποχώρηση της τρέχουσας τιμής ως προς την ονομαστική τιμή της να συνεχισθεί και να διευρυνθεί σημαντικά, για να καταλήξει να θεωρείται «junk bond», δηλαδή «ομολογία σκουπίδι», με ασήμαντη αξία
Bookbuilding
Η διαδικασία που προβλέπεται για τη διάθεση μεγάλου πακέτου μετοχών εταιρείας επενδύσεων σε ακίνητα κλπ σε υποψήφιους επενδυτές, οι οποίοι υποβάλλουν τις προσφορές τους για τον αριθμό των μετοχών που θέλουν να αποκτήσουν σε μια ορισμένη τιμή. Μετά την καταγραφή των σχετικών προτάσεων οι κύριοι ανάδοχοι δημοσιοποιούν την τιμή της μετοχής πάνω από την οποία θα ικανοποιηθούν οι σχετικές προσφορές που έχουν υποβάλει οι υποψήφιοι επενδυτές. Σε περιόδους χρηματιστηριακής στασιμότητας ή οικοδομικής αβεβαιότητας οι μέσες τιμές που υποβάλλονται στο βιβλίο προσφορών διαμορφώνονται σε χαμηλά επίπεδα
Bull market
Η περίοδος κατά την οποία μία ή οι περισσότερες χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται σε φάση ανόδου δημιουργώντας στους επενδυτές αισιοδοξία ότι θα ανέβουν οι τιμές και θα αποκομίσουν χρηματιστηριακά κέρδη. Σε αυτές τις φάσεις ανόδου – ιδιαίτερα όταν είναι ιδιαίτερα ανοδικές – οι επενδυτές εκτίθενται σε περισσότερους κινδύνους, επιλέγοντας περισσότερο μετοχές εταιρειών μέσης κλαι χαμηλής κεφαλαιοποίησης
Call
Το δικαίωμα που έχει ένας "εκδότης ομολογιών" (βλ.ο.) να απαιτήσει την άμεση αποπληρωμή των ομολογιών που έχει εκδώσει και να αποπληρώσει τις απορρέουσες από τις εκδοθείσες ομολογίες υποχρεώσεις του με τιμή εξόφλησης την ονομαστική τιμή ομολογίας, ανεξάρτητα από την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της. Προφανώς η "ανάκληση ομολογίας" (βλ.ο.) οφείλεται στη μείωση των μέσων επιτοκίων αγοράς, που δημιουργεί την ευκαιρία στον εκδότη να προχωρήσει στην έκδοση νέων ομολογιών με βάση ένα χαμηλότερο επιτόκιο (Βλ. και: "call risk", "ανακλήσιμη κτηματική ομολογία", "ανάκληση", "ανάκληση κτηματικής ομολογίας", "call option", "call premium")
Call price
Η "τιμή ανάκλησης" (βλ.ο.), η τιμή με βάση την οποία ο "εκδότης ομολογιών" (βλ.ο.) θα πληρώσει την τιμή της κάθε ομολογίας όταν ασκήσει το σχετικό δικαίωμά του και ζητήσει την αποπληρωμή των ομολογιών που έχει εκδώσει πριν από την ωρίμανσή τους και την προκαθορισμένη ημερομηνία αποπληρωμής τους. Εάν κατά την έκδοση των ομολογιών ο εκδότης είχε δεσμευθεί να καταβάλλει ένα "πριμ ανάκλησης" (βλ.ο.) σε περίπτωση που απαιτήσει την αποπληρωμή του ομολογιακού χρέους του ενωρίτερα από την ημερομηνία λήξης του δανείου τότε η τιμή ανάκλησης είναι ίση με το άθροισμα της "ονομαστικής τιμής της ομολογίας" (βλ.ο.) και του "πριμ ανάκλησης"
Call protection
Όρος που προβλέπεται κατά την έκδοση ομολογιών ο οποίος δεν επιτρέπει στον "εκδότη ομολογιών" (βλ.ο.) να ασκήσει το δικαίωμά του για "ανάκληση" (βλ.ο.) των ομολογιών που έχει εκδώσει για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως 2-5 χρόνια από την ημερομηνίας έκδοσης και κυκλοφορίας των ομολογιών του.
Call risk
Ο κίνδυνος τον οποίο διατρέχει ένας επενδυτής να αποπληρωθούν άμεσα οι απαιτήσεις που έχει από ομολογίες τις οποίες κατέχει λόγω άσκησης του δικαιώματος της εταιρείας ή του οργανισμού που έχει εκδώσει "collable bonds" (βλ. όρο). Η άσκηση του δικαιώματος από την εκδότρια εταιρεία γίνεται προφανώς επειδή έχουν υποχωρήσει τα τρέχοντα επιτόκια και δύναται να εκδώσει νέες μετοχές με χαμηλότερο επιτόκιο, σε βάρος των συμφερόντων του επενδυτεί που κατέχει παλαιότερης έκδοσης ομολογίες των οποίων αργεί ο "χρόνος ωρίμανσης" (βλ. όρο καθώς και "due date", "targeted amortization class tranches", "CMOs" και "REMICs")
Callable bond
Η ομολογία της οποίας ο εκδότης έχει το δικαίωμα να εξοφλήσει το από αυτήν απορρέον χρέος ενωρίτερα από την ημερομηνία ωρίμανσης και εξόφλησης της ομολογίας. Το σχετικό δικαίωμα για "ανάκληση" ή "call" ασκείται εφ΄όσον έχει δημοσιοποιηθεί κατά τη διαδικασία έκδοσης των ομολογιών, ενώ είναι γνωστό στους υποψήφιους επενδυτές και το ποσό με βάση το οποίο θα εξοφληθεί η κάθε ομολογία που θα ανακληθεί και θα αποσυρθεί από την αγορά.
Πραγματοποιηθείσα απόδοση (actual return)
Τα κέρδη ή οι ζημίες που έχει ένας επενδυτής από μία επένδυση ή ένα χαρτοφυλάκιο επενδύσεων με το ύψος της σχετικής απόδοσης (θετικής ή αρνητικής) να υπολογίζεται ως ποσοστό του αρχικά επενδυθέντος κεφαλαίου. Εάν η πραγματοποιηθείσα απόδοση είναι κατώτερη έναντι της αρχικά εκτιμώμενης θα πρέπει να αναζητηθούν τα σχετικά αίτια και συγκεκριμένα εάν αυτά οφείλονται αντικειμενικά σε εξωτερικούς οικονομικούς παράγοντες ή σε υποκειμενικούς παράγοντες.
Ονομαστικός ρυθμός απόδοσης (nominal rate of return)
Τα έσοδα ή οι ζημίες που αποκομίζει στη θεσμικός επενδυτής στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, υπολογιζόμενες ως ποσοστό του ύψους του αρχικά επενδυθέντος κεφαλαίου, περιλαμβανομένων όμως διάφορων οικονομικών μεταβλητών, όπως είναι οι οφειλόμενοι φόροι, οι προμήθειες και άλλες δαπάνες που συνδέονται με την πραγματοποιηθείσα επένδυση,
Μέση απόδοση (average return)
Η μέση απόδοση που εξασφαλίζει μία συγκεκριμένη κατηγορία επενδύσεων (πχ μετοχές εταιριών υψηλής κεφαλαιοποίησης, τραπεζικά ομόλογα) στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, Οι επενδυτές, εξετάζοντας τις μέσες αποδόσεις κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας ομοιογενών επενδύσεων, θα πρέπει να συνυπολογίζουν και άλλους παράγοντες που μπορεί να υπεισέλθουν στο μέλλον, οι οποίοι ενδεχόμενα να περιορίσουν σημαντικά τις μελλοντικές μέσες ετήσιες αποδόσεις ανά κατηγορία επενδύσεων. Για παράδειγμα εάν οι μετοχές των τραπεζών στη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας εξασφάλιζαν ικανοποιητικές μέσες ετήσιες μερισματικές αποδόσεις, ενδεχόμενα αυτές να υποχωρήσουν μέσα στην επόμενη πενταετία λόγω έντασης του ανταγωνισμού, μείωσης της οριακής ροπής προς αποταμίευση των νοικοκυριών και των ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας κλπ.
Μέση ετήσια απόδοση (average annual return – AAR)
Η μέση εκατοστιαία μεταβολή της απόδοσης μιας επένδυσης στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου (πχ πενταετία, δεκαετία), η οποία όσο μεγαλύτερη είναι τόσο περισσότερο θα είναι πιο αντικειμενική.
Αναμενόμενη απόδοση (expected return)
Η απόδοση που αναμένεται να αποφέρει η επένδυση με τοποθέτηση κεφαλαίων σε μία ή περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, η οποία εκτιμάται με βάση:
- τις επιτευχθείσες στο παρελθόν αποδόσεις ομοειδών επενδυτικών αξιών,
- τις εκτιμήσεις για την πορεία σειράς εξωτερικών οικονομικών παραγόντων που επηρεάζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συγκεκριμένες επενδυτικές αξίες και
- τυχόν σημαντικές εσωτερικές αναδιαρθρώσεις που θα πραγματοποιηθούν και θα επηρεάσουν συγκεκριμένες επενδυτικές αξίες: κρατικές ομολογίες χώρας στην οποία θα πραγματοποιηθούν μεγάλες περικοπές των δημοσίων δαπανών, πραγματοποίηση μεγάλου αριθμού εξαγορών από εισηγμένη εταιρεία κορυφαία στο τομέα της πληροφορικής τεχνολογίας.
Απόδοση απαλλαγμένη από κινδύνους (risk-free rate of return) Θεωρητικά είναι εκείνη η απόδοση επένδυσης η οποία δεν διατρέχει κανένα απολύτως κίνδυνο στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, όπως είναι, για παράδειγμα, μία προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας έξι μηνών. Βεβαίως οι επενδύσεις χωρίς ρίσκο βρίσκονται περισσότερο στο επίπεδο της θεωρίας, καθώς τέτοιες επενδύσεις εξασφαλίζουν πολύ χαμηλές, στην καλλίτερη περίπτωση στα όρια του ύψους ενός συγκρατημένου πληθωρισμού.
Πραγματικός ρυθμός απόδοσης (real rate of return)
Η ποσοστιαία, σε %, μεταβολή της απόδοσης μιας επενδυτικής αξίας που εξασφαλίσθηκε σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο μετά την αφαίρεση της ανόδου του πληθωρισμού στο ίδιο διάστημα. Ένας μηδενικός ρυθμό απόδοσης σημαίνει «εκτροχιασμό» της υιοθετηθείσης επενδυτικής στρατηγικής μετά από ένα χρονικό διάστημα (πχ ενός έτους), γιατί στην πραγματικότητα οι αποδόσεις που εξασφαλίσθηκαν «ροκανίσθηκαν» από τον πληθωρισμό και το αρχικό κεφάλαιο παραμένει ανέπαφο. Συνεπώς, η επιτυχία μιας υιοθετηθείσας επενδυτικής στρατηγικής εξασφαλίζεται είναι τόσο μεγαλύτερη όσο υψηλότεροι είναι οι πραγματικοί (αποπληθωρισμένοι) ρυθμοί απόδοσης και όσο μεγαλύτερες είναι οι επιτευχθείσες αποδόσεις σε σχέση με τις προβλεφθείσες.
Επιδιωκόμενος ρυθμός απόδοσης (required rate of return, RRR)
Ο ελάχιστος ρυθμός απόδοσης που επιδιώκει να εξασφαλίσει ένας επενδυτής από την τοποθέτηση κεφαλαίων του, ο οποίος εάν είναι χαμηλότερος καθιστά ασύμφορη τη σχετική επένδυση λαμβάνοντας υπόψη:
- τους ρυθμούς απόδοσης που δύναται να εξασφαλίσει από τοποθετήσεις σε άλλες επενδυτικές αξίες,
- τη μεταβλητότητα (volatility) των τιμών διαφορετικών αξιών,
- τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα κεφάλαιά του, κλπ.
Αποπληθωρισμένη απόδοση (inflation-adjusted return)
Η απόδοση επένδυσης στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, που έχει αναπροσαρμοσθεί μετά την αφαίρεση του ύψους του πληθωρισμού στο ίδιο διάστημα.
Απόδοση ιδίων κεφαλαίων (return on equity, ROE)
Τα μετά από φόρους καθαρά έσοδα που αποφέρει μια επένδυση στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, υπολογιζόμενα ως ποσοστό επί του συνολικού ύψους των κεφαλαίων που τοποθετήθηκαν από τους επενδυτές. Ο σχετικός δείκτης επιτρέπει στους investment managers να κάνουν εκτιμήσεις για τις αποδόσεις που πέτυχαν ή επιδιώκουν να πετύχουν από τοποθετήσεις κεφαλαίων σε διαφορετικές μετοχές εισηγμένων εταιρειών κλπ.
Απόδοση επένδυσης (return on investment, ROI)
Τα έσοδα που πραγματοποιούνται από μια επένδυση και τα οποία υπολογίζονται, σε %, με βάση το συνολικό κόστος της πραγματοποιηθείσας επένδυσης στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, κυρίως όμως στη διάρκεια ενός έτους. Πρόκειται για ένα δείκτη με ευρείες εφαρμογές και με μεγάλη χρηστικότητα για τους investment managers.
Απόδοση κεφαλαίων προσαρμοσμένων στον κίνδυνο (return on risk-adjusted capital, RORAC)
Η απόδοση των κεφαλαίων που έχουν κατανεμηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ξεχωριστά κάθε κατηγορία επενδύσεων.
Κίνδυνοι αγοράς (market risks)
Οι κίνδυνοι που απορρέουν από τη μεταβολή των παραγόντων που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία μιας συγκεκριμένης αγοράς, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά η χρηματιστηριακή αξία επενδυτικών προϊόντων που συνδέονται άμεσα με αυτή την αγορά.
Μη διαφοροποιήσιμος κίνδυνος (non-diversiable risk)
Ο κίνδυνος που διατρέχει ένα χαρτοφυλάκιο επενδύσεων να μειωθεί σημαντικά η συνολική χρηματιστηριακή ή αρχική αξία του, επειδή δεν έχει πραγματοποιηθεί ευρεία διασπορά αυτών και τα επενδυτικά προϊόντα του χαρτοφυλακίου δύνανται μπορεί να επηρεασθούν αρνητικά από συγκεκριμένους παράγοντες που συνδέονται με τη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς στην οποία είναι διαπραγματεύσιμα αυτά. Μερικά παραδείγματα:
- Η κατάρρευση ορισμένων τραπεζών που είχαν χορηγήσει σημαντικού ύψους δάνεια για ανάπτυξη του real estate, με αποτέλεσμα να προκληθεί γενικός πανικός και πολύ μεγάλη πτώση των χρηματιστηριακών τιμών των μετοχών ολόκληρου του τραπεζικού κλάδου.
- Μεγάλο ποσοστό χαρτοφυλακίου που είχε τοποθετηθεί σε χρυσό σε περίοδο διεθνούς οικονομικής αστάθειας καταρρέει αφενός λόγω μεγάλης διεθνούς ανάκαμψης και αφετέρου λόγω σημαντικών ρευστοποιήσεων αποθεμάτων χρυσού από κεντρικές τράπεζες αναπτυγμένων χωρών.
Συστημικός κίνδυνος (systemic risk)
Ο κίνδυνος κατάρρευσης ενός ολόκληρου οικονομικού συστήματος ή μιας αγοράς επηρεάζοντας αρνητικά το σύνολο των συμμετεχόντων σε αυτήν, λόγω μιας μεγάλης ύφεσης, μιας νομισματικής κρίσης, ενός πολέμου κλπ. Στην πραγματικότητα η εκδήλωση ενός συστημικού κινδύνου μπορεί να προκαλέσει τεράστιες ζημίες στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, αλλά η κατάρρευση μιας αγοράς θα την επαναφέρει σε ένα άλλο σημείο ισορροπίας, που θα αποτελέσει νέο σημείο επανεκκίνησης των λειτουργιών της αγοράς. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα – επειδή στηρίζεται στη λειτουργία πολλών επιμέρους αγορών – από τη φύση είναι αδύνατον να καταρρεύσει, ακόμη και λόγω μιας διεθνούς οικονομικής ύφεσης ή κατάρρευσης σημαντικών πιστωτικών αγορών. Η αδήριτη ανάγκη για παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που να ικανοποιούν έστω και τις πιο στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες δημιουργούν αυτόματα μηχανισμούς επαναλειτουργίας της συνολικής ζήτησης και προσφοράς από ένα χαμηλό σημείο ισορροπίας για να ξεκινήσει μια φάση ανάκαμψης, που επηρεάζει στον ένα ή στον άλλο βαθμό όλους τους παραγωγικούς τομείς και κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη μπορεί να υποστηριχθεί ότι:
- Μέσω της ευρείας διασποράς και της διεθνοποίησης των επενδύσεων κεφαλαίου μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η εκδήλωση ενός συστημικού κινδύνου, με την παραδοχή ότι αυτός είναι δυνατόν να εκδηλωθεί σε μεγάλες και σημαντικές σε εύρος αγορές, αλλά όχι όμως στο σύνολο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
- Η εκδήλωση πολύ σημαντικών αρνητικών οικονομικών γεγονότων – όπως ήταν στο παρελθόν η κατάρρευση μεγάλων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών – εκλαμβάνεται από τους παράγοντες των αγορών ως εκδήλωση συστημικού κινδύνου που, κάτω από την επίδραση του πανικού, προκαλεί πτώση των χρηματιστηριακών αξιών μεγαλύτερη από την πτώση της πραγματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επενδυτικές ευκαιρίες για αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων κλπ σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Πολιτική αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων
Η στρατηγική., οι πολιτικές και οι διαδικασίες πρόληψης και αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων που ακολουθούν τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, με γάλοι θεσμικοί επενδυτές κλπ Ο υπαρκτός κίνδυνος για εκδήλωση ενός συστημικού κινδύνου σε μία εθνική αγορά ακόμη και στη διεθνή αφορά επιβάλλει:
- τη λειτουργία διαρκούς μηχανισμού πρόβλεψης,
- την αντιστάθμιση (hedging) και ασφάλιση έναντι του σχετικού κινδύνου και
- τη δυνατότητα ταχείας ρευστοποίησης αξιών που κινδυνεύουν άμεσα από το συστημικό κίνδυνο μέσω των εργαλείων που προσφέρει η Τεχνική Ανάλυση.
Εξάλλου, άμεσα - με την εκδήλωση απρόβλεπτων καταστάσεων που υποδηλώνουν επικείμενη κατάρρευση μιας αγοράς λόγω συστημικού κινδύνου – θα πρέπει να εξετάζονται πολιτικές για γρήγορες και ευρείες επανατοποθετήσεις σε άλλες αγορές ή επενδυτικά προϊόντα με άμεσο στόχο το σταμάτημα των αυξανόμενων ζημιών και τη στροφή σε «επενδύσεις – σωσίβια» για εξασφάλιση ικανοποιητικών αποδόσεων.
Μετοχικοί κίνδυνοι (equity risks)
Οι κίνδυνοι μεγάλης υποχώρησης της τιμής μιας μετοχής, οι οποίοι μπορεί να οφείλονται είτε στην αρνητική πορεία μιας εισηγμένης εταιρείας (λόγω αναποτελεσματικού management, υπέρμετρης αύξησης των δανειακών υποχρεώσεων κλπ) είτε σε εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν δυσμενώς την πορεία των μετοχών (πχ μια μεγάλη άνοδος των διεθνών επιτοκίων, υπερτίμηση του εθνικού νομίσματος της χώρας στην οποία η εταιρεία έχει τις κύριες δραστηριότητές της, στροφή των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων σε μη μετοχικές αξίες κλπ.
Επιτοκιακοί κίνδυνοι (interest rate risks)
Οι κίνδυνοι μεταβολής των επιτοκίων επηρεάζοντας αρνητικά επενδυτικές αξίες που συνδέονται άμεσα με επιτόκια, τις προβλέψεις για τοκοχρεολύσια εισηγμένων εταιρειών κλπ.
Συναλλαγματικοί κίνδυνοι (currency risks)
Οι κίνδυνοι από απρόβλεπτα μεγάλες διακυμάνσεις νομισμάτων με αρνητικές συνέπειες για εξαγωγικές επιχειρήσεις, προθεσμιακές καταθέσεις σε νόμισμα που υποτιμάται κλπ.
Κίνδυνοι εμπορεύματος (commodity risks)
Οι κίνδυνοι που απορρέουν από απότομες πτώσεις ή ανόδους διεθνών τιμών εμπορευμάτων επηρεάζοντας αρνητικά τις αποδόσεις επενδύσεων που έχουν γίνει πάνω σε συγκεκριμένα εμπορεύματα (πχ αργό πετρέλαιο, χαλκός) ή έμμεσα τις αξίες μετοχών εταιρειών που είναι πολύ εξαρτημένο το κόστος τους από πρώτες ύλες (πχ εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εταιρεία διανομής φυσικού αερίου, μεταλλουργίες κλπ).
Κίνδυνος κόστους (cost risk)
Ο κίνδυνος υπέρβασης του προβλεπόμενου κόστους παραγωγής με αποτέλεσμα να συμπιεσθούν τα περιθώρια καθαρού κέρδους σε βάρος των μερισματικών αποδόσεων.
Κίνδυνος ζήτησης (demand risk)
Ο κίνδυνος σοβαρής υστέρησης της ζήτησης σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις της πορείας της ζήτησης για συγκεκριμένες υπηρεσίες ή εμπορεύματα, σε βάρος των πωλήσεων εισηγμένων εταιρειών και, τελικά, της κερδοφορίας κι της χρηματιστηριακής τιμής των μετοχών τους. Ο κίνδυνος της ζήτησης δύναται να προέλθει από πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους παράγοντες, όπως: υποτίμηση νομισμάτων ανταγωνιστριών εξαγωγικών χωρών, μεγάλη αύξηση των φορολογιών εισοδήματος και των εμμέσων φόρων, μείωση του συνολικού όγκου των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων, κλπ.
Κίνδυνος τιμής (price risk)
Ο κίνδυνος να υποχωρήσει στο μέλλον η τιμή μιας μετοχής, ενός εμπορεύματος κλπ επηρεάζοντας αρνητικά τη συνολική αξία ενός χαρτοφυλακίου επενδύσεων.
Κίνδυνος χώρας (country risks)
Οι διάφοροι κίνδυνοι που διατρέχει ο επενδυτής από πραγματοποίηση επενδύσεων σε μια χώρα και οι οποίοι δύνανται να προέλθουν από διαφορετικής προέλευσης κινδύνους, όπως: έλλειψη πολιτικής σταθερότητας, δυσμενής φορολογία των ξένων επενδύσεων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα, συναλλαγματικοί κίνδυνοι, επιτοκιακοί κίνδυνοι κλπ.
Κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk)
Ο κίνδυνος «εγκλωβισμού» ενός επενδυτή σε μια αγορά να μην μπορεί να γρήγορα μετοχές χωρίς να υποστεί μεγάλες απώλειες. Για παράδειγμα τα ομόλογα διατρέχουν πολύ μικρότερους κινδύνους ρευστότητας σε σύγκριση με τα ακίνητα. Ωστόσο, οι κίνδυνοι ρευστότητας ενυπάρχουν σε ομοειδείς κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων, όπως για παράδειγμα:
- Μετοχές μεγάλων εισηγμένων εταιρειών real estate διατρέχουν μικρότερους επενδυτικούς κινδύνους σε σύγκριση με τις μετοχές μη εισηγμένων εταιρειών του ίδιου κλάδου.
- Κρατικές ομολογίες χώρας με τεράστιο δημόσιο χρέος και η οποία αντιμετωπίζει απανωτές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητάς της έχουν πολλαπλάσιους κινδύνους ρευστότητας σε σύγκριση με τις κρατικές ομολογίες χωρών με περιορισμένο δημόσιο χρέος και πολύ υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.
Πιστωτικός κίνδυνος (credit risk)
Ο κίνδυνος που διατρέχει ο μέτοχος ή ομολογιούχος εταιρείας να βρεθεί αυτή σε πλήρη αδυναμία αποπληρωμής των προς τράπεζες μεγάλων δανειακών υποχρεώσεών της.
Επιτοκιακός κίνδυνος (interest rate risk)
Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει μια επενδυτική αξία να απομειωθεί, λόγω της μεταβολής του επιπέδου των επιτοκίων. Ο σχετικός κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τα ομόλογα, καθώς μια γενική άνοδος των επιτοκίων δημιουργεί προσδοκίες για εκδόσεις νέων ομολόγων με υψηλότερο επιτόκιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται η χρηματιστηριακή αξία προηγούμενων εκδόσεων ομολόγων.
Χρηματοοικονομικός κίνδυνος (financial risk)
Κάθε κίνδυνος που συνδέεται με τη χρηματοδότηση και χρηματοοικονομική κατάσταση μιας εταιρείας (χρηματοοικονομικές ροές), προκαλώντας σοβαρές δυσχέρειες στις λειτουργικές κα επενδυτικές δραστηριότητές της.
Λειτουργικοί κίνδυνοι (operational risks)
Οι κίνδυνοι που ενυπάρχουν στους κύριους τομείς δραστηριοποίησης μιας εταιρείας, αποκλείοντας τις επενδυτικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητές της. Οι σχετικοί κίνδυνοι συνδέονται κυρίως με τις δυνατότητες του στελεχιακού και ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν σε ένα δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον, με εσφαλμένους χειρισμούς, προσωπικές σκοπιμότητες που βλάπτουν τα συμφέροντα της εταιρείας κλπ.
Νομικοί κίνδυνοι (legal risks)
Οι κίνδυνοι που διατρέχει κάθε εταιρεία να μην εκπληρωθούν συμβατικές απαιτήσεις που έχει από προμηθευτές, μεγάλους πελάτες κλπ και οι οποίες, εάν δεν εκπληρωθούν εμπρόθεσμα, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε συσσωρευόμενες ζημίες σε βάρος της κερδοφορίας.
Κίνδυνοι πληροφορικής τεχνολογίας (Information technology risks) Οι κίνδυνοι που πιθανόν να προέλθουν από απρόβεπτα προβλήματα των συστημάτων πληροφορικής και τεχνολογίας και οι οποίοι ενδεχόμενα να προκαλέσουν με τη σειρά τους επιχειρηματικούς κινδύνους.
Νομοθετικός κίνδυνος (Legislative Risk)
Ο κίνδυνος που απορρέει από την αλλαγή της νομοθεσίας, η οποία μπορεί να επιδράσει αρνητικά επιχειρηματικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, μια πιο αυστηρή νομοθεσία για φαρμακευτικά σκευάσματα, το περιβάλλον, τραπεζικές εργασίες, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κλπ θα επηρεάσει άμεσα τις δραστηριότητες πολλών επιχειρήσεων, οι οποίες θα υποχρεωθούν να κάνουν πολυδάπανες επενδύσεις εκσυγχρονισμού, βελτίωση ποιότητας παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών κλπ.
Ασφαλιστικός κίνδυνος (Insurance Risk)
Ο κίνδυνος που διατρέχει μια εταιρεία να μην εκπληρωθεί συμβατική απαίτηση που έχει έναντι ασφαλιστικής εταιρείας για μη κάλυψη ανειλημμένων κινδύνων για προστασία μεγάλης αξίας εργοστασίων κλπ.X Monica Link
Κίνδυνος μη ανάκαμψης επιχείρησης (business recovery risk)
Ο κίνδυνος που διατρέχει μια εταιρεία να μην ξεπεράσει σοβαρά διαρθρωτικά της προβλήματα και να συνεχίσει τη δραστηριοποίησή της. Ο σχετικός όρος αφορά κυρίως επιχειρήσεις που εφαρμόζουν ειδικά επιχειρησιακά σχέδια προκειμένου να επαναφέρουν την επιχείρηση σε κατάσταση σχεδόν ίδια με αυτήν που ήταν πριν από ένα μεγάλο τεχνικό ατύχημα, απώλεια σημαντικού μέρους των πωλήσεων ή των ιδίων κεφαλαίων κλπ που δεν είχε προβλεφθεί.
Πληθωριστικός κίνδυνος (inflation risk)
Ο κίνδυνος μείωσης της πραγματικής (σε σταθερές τιμές) αξίας επενδύσεων κεφαλαίου ή εσόδων από πραγματοποιηθείσες επενδύσεις λόγω απρόσμενης μεγάλης ανόδου του πληθωρισμού. Ο κίνδυνος αυτός ενυπάρχει σε όλες τις μορφές επενδύσεων, κυρίως όμως ενδιαφέρει εκείνους που επενδύουν σε επενδυτικά προϊόντα σταθερού εισοδήματος (πχ προθεσμιακές καταθέσεις, εταιρικές ομολογίες).
Οικονομικός κίνδυνος (economic risk)
Ο κίνδυνος που υπάρχει σε νέες παραγωγικές επενδύσεις να μην ολοκληρωθούν για διάφορους λόγους ή το προϊόν της επένδυσης να μην αποφέρει τα προσδοκόμενα επιχειρηματικά έσοδα.
Υποθηκικός κίνδυνος (mortgage risk)
Ο κίνδυνος που διατρέχει ένας επενδυτής που έχει επενδύσει προϊόντα με βάση υποθήκες να μην καταβάλλει ο δανειολήπτης ενυπόθηκου δανείου κανονικά τις οφειλόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις μέσα στις συμπεφωνημένες προθεσμίες.
Κίνδυνος αρχικού κεφαλαίου (principal risk)
Ο κίνδυνος απώλειας του αρχικού κεφαλαίου ή εκείνου του μέρους του κεφαλαίου που έχει διατεθεί ως δάνειο και δεν έχει επιστραφεί το απομένον υπόλοιπο του αρχικού κεφαλαίου.
Κίνδυνος δανειακών υποχρεώσεων (risk default)
Ο κίνδυνος που διατρέχουν οι δανειστές και ομολογιούχοι μιας εταιρείας να βρεθεί σε αδυναμία να ικανοποιήσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις της, ενδεχομένως και παρά τις νέες περιόδους χάριτος που θα της δοθούν ή την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής αυτών των υποχρεώσεων για καταβολές τοκοχρεολυσίων ή του αρχικού κεφαλαίου.
Περιβαλλοντικός κίνδυνος (environmental risk)
Ο κίνδυνος από μια πιθανή απειλή μόλυνσης του περιβάλλοντος λόγω επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία δύναται να προκαλέσει σημαντική ζημία στους μετόχους της, στους ασφαλιστές της κλπ λόγω της επιβολής σημαντικού προστίμου και πολύ μεγάλων δαπανών αποκατάστασης του περιβάλλοντος.
Δημόσιες Καταναλωτικές Δαπάνες (Government consumption expenditures)
Περιλαμβάνουν το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιεί ο δημόσιος τομέας – τόσο η κυβέρνηση όσο και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας,– στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, συνήθως ενός έτους. Οι σχετικές δαπάνες πραγματοποιούνται για αγορές αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται κυρίως στη χώρα, ενώ προέρχονται από φορολογίες και δημόσιο δανεισμό. Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνουν τη συνολική ζήτηση, επηρεάζοντας θετικά το επιχειρηματικό περιβάλλον και το επενδυτικό κλίμα. Ωστόσο, υπέρμετρος δημόσιος δανεισμός συμβάλλει στην αύξηση του μέσου επιπέδου των επιτοκίων της χώρας, επιδρώντας όμως αρνητικά για τις επενδυτικές προοπτικές της.
Δημόσιες επενδύσεις
Οι δαπάνες που πραγματοποιεί το δημόσιο που έχουν ως σκοπό την ανάπτυξη δημόσιων υποδομών συνήθως κοινωφελούς χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα αυτοκινητόδρομοι, σχολεία κλπ. Οι δημόσιες επενδύσεις συμβάλλουν στην ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας και είναι πολύ σημαντικές όταν οι ιδιώτες αδυνατούν να πραγματοποιήσουν αυτές τις επενδύσεις, είτε λόγω έλλειψης τεραστίων όγκων κεφαλαίων είτε λόγω ιδιαίτερα αυξημένων επενδυτικών κινδύνων. Ωστόσο, στα μειονεκτήματα των δημοσίων επενδύσεων περιλαμβάνονται:
Μακροοικονομική ανάλυση
Η ανάλυση που χρησιμοποιεί τα κύρια στοιχεία της Μακροοικονομικής – που αποτελεί βασικό τμήμα της Οικονομικής Επιστήμης – με σκοπό την επισκόπηση και τις προοπτικές βασικών οικονομικών μεγεθών και μεταβλητών μεσοπρόθεσμα, όπως:
Ρυθμοί μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σειράς διαφορετικών χωρών, καθώς και βασικών μεγεθών που επηρεάζουν τη διαμόρφωσή του (δημόσιες δαπάνες, ιδιωτική κατανάλωση κλπ).
Πορεία των διαφόρων κλάδων μιας εθνικής ή ευρύτερης περιφερειακής οικονομίας (όπως είναι οι χώρες που συμμετέχουν στην Ευρωζώνη) ή της παγκόσμιας οικονομίας, που επηρεάζονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό από τη συνολική ζήτηση, την πορεία των διεθνών επιτοκίων, . επιβολή νέων μεγάλων φορολογιών κλπ.
Συμπεριφορά του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας ή μιας ευρύτερης οικονομικής ενότητας από πλευράς αναπτυξιακών ρυθμών, όγκου νέων επενδύσεων κλπ.
Παράγοντες επηρεασμού του παγκόσμιου εμπορίου, της διεθνούς κίνησης κεφαλαίων κλπ.
Οι μακροοικονομικές αναλύσεις και προοπτικές έχουν ευρείες εφαρμογές για το σύνολο των επενδυτών και των διαχειριστών χαρτοφυλακίων, καθώς με βάση τις σχετικές εκτιμήσεις λαμβάνονται αποφάσεις για ρευστοποιήσεις, αγορές τίτλων, αναδιαρθρώσεις επενδυτικών χαρτοφυλακίων κλπ.
Ακόμη, τα συμπεράσματα από μακροοικονομικές αναλύσεις χρησιμοποιούνται ευρύτατα από το σύνολο των επιχειρήσεων προκειμένου να αναπροσαρμόζουν τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές τους, καθώς και τα επενδυτικά τους πλάνα.
Διαχείριση και έλεγχος χαρτοφυλακίου επενδύσεων
Περιλαμβάνει την οργάνωση και τις διαδικασίες αποτελεσματικής διαχειρίσης ενός ή περισσοτέρων χαρτοφυλακίων. Σχετικά προβλέπονται οι εξής διαδικασίες:
Ανάλυση αγορών
Η ανάλυση μιας ή περισσοτέρων αγορών με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις προοπτικές μιας επένδυσης με μεσοπρόθεσμο κυρίως ορίζοντα, επιτρέποντας στον επενδυτή να κάνει τις κατάλληλες διορθωτικές κινήσεις. Η ανάλυση αγορών περιλαμβάνει τρία συγκεκριμένα στάδια:
- Στατιστικά και συγκριτικά στοιχεία της τελευταίας πενταετίας.
- Τρέχουσα κατάσταση.
- Προβλέψεις για το μέλλον
Οι σχετικές αναλύσεις θα πρέπει να γίνονται σε συνεχή βάση, καθώς τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς και είναι αναγκαίο να πραγματοποιούνται άμεσα αναδιαρθρώσεις χαρτοφυλακίων σε όφελος εκείνων των επενδυτικών αξιών που εμφανίζουν προοπτικές ανόδου.
Ανάλυση επιχειρηματικού περιβάλλοντος
Ανάλυση που πραγματοποιείται για να δείξει την κατάσταση και τις προοπτικές του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται ένας κλάδος επιχειρήσεων (επίπεδο ανταγωνισμού, πορεία τιμών, επενδύσεις κλπ) ή το σύνολο των επιχειρήσεων μιας χώρας (φορολογικό καθεστώς, επενδυτικά κίνητρα κλπ). Η σχετική ανάλυση μπορεί να γίνεται και σε διεθνές επίπεδο, οπότε λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τα μακροοικονομικά δεδομένα: μεταβολές του ΑΕΠ, πληθωρισμός, ρυθμοί μεταβολής του παγκόσμιου εμπορίου κλπ. Στην τελευταία περίπτωση γίνεται επισκόπηση και του κατά πόσον σε διαφορετικές εθνικές αγορές είναι ευνοϊκό ή δυσμενές το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις (φορολογία κερδών, κόστος εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού κλπ). Επίσης, παρουσιάζονται προωθούμενες αλλαγές στο θεσμικό περιβάλλον που επηρεάζουν συνολικά τις επιχειρήσεις ενός κλάδου (πχ προωθούμενες αλλαγές στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας λόγω νέας περιβαλλοντικής νομοθεσίας κλπ).
Στρατηγικός σχεδιασμός
Ο στρατηγικός σχεδιασμός (strategic planning) είναι η διαδικασία που ακολουθεί μια εταιρεία προκειμένου να χαράξει τη μακροχρόνια στρατηγική της και να θέσει τους μακροχρόνιους στόχους της, για την επιτυχία των οποίων πρέπει να καθορίσει τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό που θα χρησιμοποιήσει. Ο στρατηγικός σχεδιασμός δίνει απαντήσεις στα ακόλουθα βασικά ερωτήματα:
Στρατηγικός σχεδιασμός επενδύσεων
Ο στρατηγικός σχεδιασμός επενδύσεων εντάσσεται στο γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό μιας εταιρείας και υλοποιείται με τη χάραξη των βασικών κατευθύνσεων που θα ακολουθήσει μέσα στα επόμενα χρόνια εξασφαλίζοντας την καλλίτερη κατανομή των οικονομικών πόρων που θα είναι διαθέσιμοι για επενδύσεις, κατά τέτοιο τρόπο που να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι που έχουν τεθεί.
Ανάλυση επενδυτικού κλίματος
Ανάλυση που γίνεται είτε για την πορεία και τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές διαπραγματεύσιμων τίτλων (μετοχές, ομολογίες κλπ) είτε για τις προοπτικές επενδύσεων επιχειρήσεων που έχουν μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα. Ειδικότερα:
Στην ανάλυση που αφορά διαπραγματεύσιμους τίτλους λαμβάνονται υπόψη: η πορεία των διεθνών αγορών, το «ψυχολογικό κλίμα» που επικρατεί μεταξύ επενδυτών, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι μεταβολές των διεθνών τιμών των πρώτων υλών, οι τιμές του πετρελαίου κλπ.
Στην ανάλυση που αφορά το επενδυτικό κλίμα για σχεδιαζόμενες επενδύσεις επιχειρήσεων εξετάζονται: οι μελλοντικές μεταβολές της εσωτερικής κατανάλωσης, ο βαθμός απορροφητικότητας προϊόντων ή υπηρεσιών, η φορολογία επιχειρήσεων, η δημοσιονομική κατάσταση, οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι, το κόστος εξειδικευμένης εργασίας, ο βαθμός πολιτικής σταθερότητας κλπ.
Σε επίπεδο επιχειρήσεων διενεργούνται έρευνες σχετικά με το "επιχειρηματικό κλίμα" προκειμένου να διερευνηθούν οι κρατούσες τάσεις σε μια χώρα ή σειρά χωρών ή και σε επίπεδο κλάδου ομοειδών επιχειρήσεων. Οι σχετικές έρευνες δείχνουν το "κλίμα" που επικρατεί από μήνα σε μήνα κλπ, με βάση την πορεία των πωλήσεων, τις προοπτικές των τιμών, της απασχόλησης στις επιχειρήσεις, των κερδών κλπ.
Ανάλυση ανταγωνιστών (competitor analysis)
Προκειμένου να γίνουν επιλογές επενδύσεων για αγοραπωλησίες μετοχών πραγματοποιούνται αναλύσεις μεταξύ ομοειδών ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, με σκοπό να εντοπισθούν εκείνες οι μετοχές που προβλέπεται να ενισχυθούν έναντι των μετοχών λιγότερο ανταγωνιστικών εταιρειών.
Η σχετική ανάλυση που γίνεται από διοικήσεις εταιρειών σκοπεύει στον εντοπισμό των ισχυρών και των αδύναμων σημείων των ανταγωνιστών επιτρέποντας στις διοικήσεις να διορθώνουν τις πολιτικές τους με διάφορους τρόπους, ώστε να ενισχύσουν τη θέση τους έναντι των ανταγωνιστών.
Θεμελιώδης ανάλυση (fundamental analysis)
Είναι η πιο σημαντική από όλες τις μορφές αναλύσεων, επειδή χρησιμοποιούνται τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα των εταιρειών, που αποτελούν τη βάση για την εξαγωγή μιας σειράς οικονομικών δεικτών που επιτρέπουν στους επενδυτές, γρήγορα και απλά, να κάνουν αξιολόγηση σειράς ομοειδών εταιρειών οι εταιρειών που έχουν διαφορετικά αντικείμενα δραστηριοποίησης. Οι δείκτες αυτοί προκύπτουν από τους δημοσιοποιούμενους από τις εταιρείας ισολογισμούς, τα αποτελέσματα οικονομικής χρήσης και τις καταστάσεις ταμιακών ροών.Υπογραμμίζεται, όμως, ότι σε πλείστες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν εξαιρετικά θετικοί και ενθαρρυντικοί δείκτες αποδόσεων εισηγμένων και οι μετοχές τους να υποχωρούν έντονα και για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτως από την επίδραση εξωγενών αλλά πολύ σημαντικών παραγόντων, όποως είναι η απότομη χειροτέρευση της δημοσιονομικής κατάστασης μιας χώρας, η απότομη εκτίναξη των διεθνών επιτοκίων, η η επικράτηση έντονα ανοδικών τάσεων στις ομολογιακές αγορές κλπ.
Τεχνική ανάλυση (technical analysis)
Η Τεχνική Ανάλυση επιδιώκει να εντοπίσει τις τάσεις που θα επικρατήσουν μέσα σε μια χρηματιστηριακή αγορά λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση και προσφορά μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, που μπορεί να είναι για τα επόμενα λεπτά της ώρας ή για μετά από λίγες εβδομάδες. Σε γενικές γραμμές οι τεχνικοί αναλυτές ενδιαφέρονται πρωτίστως για τις μεταβολές των χρηματιστηριακών τιμών και δευτερευόντως για τα δεδομένα και τους δείκτες που προκύπτουν από τη Θεμελιώδη Ανάλυση. Οι χρηματιστηριακές τιμές μάλλον δευτερευόντως επηρεάζονται από τα θεμελιώδη δεδομένα μιας εταιρείας, αλλά κυρίως από την «ψυχολογία» που επικρατεί μεταξύ των επενδυτών και τις τάσεις που διαγράφονται βραχυχρόνια στις χρηματιστηριακές αγορές. Στη διαμόρφωση των τάσεων σημαντικό ρόλο παίζουν: ανακοινώσεις για: την πορεία της εθνικής οικονομίας, μεταβολές των διεθνών τιμών βασικών πρώτων υλών (όπως είναι το πετρέλαιο), οικονομικά αποτελέσματα μεγάλων εταιρειών, μεταβολές της ανεργίας, κλπ.
Στρατηγικό επενδυτικό σχέδιο
Το στρατηγικό επενδυτικό σχέδιο (strategic investment plan) περιλαμβάνει συγκεκριμένο project που θα υλοποιηθεί σε συγκεριμένη περιοχή, στη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου και με απολύτως προϋπολογισμένους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους ώστε στη διάρκεια των επομένων ετών να αρχίσει να αποδίδει στους μετόχους συγκεκριμένα έσοδα και κέρδη.
Ανάλυση εσωτερικής κατάστασης
Η επισκόπηση που γίνεται από έναν επενδυτή στο εσωτερικό της επιχείρησης στην οποία έχει πραγματοποιήσει τοποθετήσεις κεφαλαίων ή σε χαρτοφυλάκιο επενδύσεων. Για παράδειγμα, εξετάζονται η πορεία της καθαρής θέσης μιας εταιρείας, γίνεται αξιολόγηση των επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις κλπ. Με βάση τα σχετικά συμπεράσματα ο επενδυτής είναι δυνατόν είτε να ρευστοποιήσει τοποθετήσεις του είτε να πραγματοποιήσει αναδιαρθρώσεις στο χαρτοφυλάκιό του.
Ανάλυση εξωτερικού περιβάλλοντος
Η ανάλυση που πραγματοποιεί ένας επενδυτής σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον στο οποίο κινείται η εταιρεία ή το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων που έχει κατέχει. Μερικά παραδείγματα:
* Για μια εταιρεία γίνεται ανάλυση της πορείας και των προοπτικών της μέσα στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται, εξετάζεται το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για την εταιρεία, συγκρίνονται οι επιδόσεις της σε σχέση με άλλες ομοειδείς εταιρείες κλπ.
* Για ένα χαρτοφυλάκιο επενδύσεων εξετάζεται η απόδοσή του σε σχέση με άλλα ομοειδή ή διαφορετικά χαρτοφυλάκια, γίνεται εκτίμηση των τάσεων που θα επικρατήσουν στο προσεχές διάστημα κλπ.
Βέλτιστες πρακτικές επενδύσεων
Οι πολιτικές που ασκούνται για διάφορα επενδυτικά προϊόντα, καθώς μεταβάλλονται τα δεδομένα που επιδρούν στην εσωτερική ή χρηματιστηριακή ή αγοραία αξία της κάθε επένδυσης. Για το σκοπό εφαρμόζονται οι βέλτιστες πρακτικές στον τομέα των επενδύσεων που ακολουθούν οι διεθνώς μεγαλύτεροι θεσμικοί επενδυτές και, κυρίως, τα «πιο επιτυχημένα» διεθνή επενδυτικά funds, ώστε να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τις επενδυτικές πολιτικές και μεθόδους που ακολουθούν.
Ανάλυση διεθνών αγορών
Η σχετική ανάλυση παρέχει τη δυνατότητα στους επενδυτές να έχουν μια όσο το δυνατό πιο αντικειμενική εικόνα για την κατάσταση και κυρίως τις τάσεις που θα επικρατήσουν στις πιο σημαντικές αγορές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Για το σκοπό αυτό εξετάζονται και μελετώνται μακροοικονομικά μεγέθη, έρευνες, αναλύσεις κλπ προκειμένου να εξασφαλισθούν οι καλλίτερες δυνατές αποδόσεις ή έστω να περιορισθούν οι ζημιές.
Προτάσεις για επενδυτικούς στόχους
Περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις που πρέπει να υλοποιηθούν – βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα – προκειμένου να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι του επενδυτή, αφού έχουν προηγηθεί εμπεριστατωμένες μελέτες για την κατάσταση και, κυρίως, τις προοπτικές διαφόρων επενδυτικών προϊόντων και αγορών.
«Επιθετικά» αμοιβαία κεφάλαια
Αμοιβαία κεφάλαια που στοχεύουν στην εξασφάλιση πολύ μεγάλων αποδόσεων συνήθως σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Σε αυτή την κατηγορία επενδύσεων περιλαμβάνονται μετοχές εταιρειών που βρίσκονται σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες αναμένεται να πετύχουν πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στα επόμενα χρόνια, αλλά και μετοχές εισηγμένων που εδρεύουν σε αναπτυγμένες χώρες και εμφανίζονται να έχουν πολύ προηγμένες τεχνολογίες, οι οποίες πιθανόν να πετύχουν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανόδου του κύκλου εργασιών σε βάθος χρόνου.
Οι αναλαμβανόμενοι από τους επενδυτές κίνδυνοι είναι πολύ μεγάλοι για αυτή την κατηγορία επενδύσεων, ενώ οι διακυμάνσεις των μεριδίων είναι ιδιαίτερα συχνές και απότομες.
«Αναπτυξιακά» αμοιβαία κεφάλαια
Στο «επενδυτικό καλάθι» αυτής της κατηγορίας αμοιβαίων κεφαλαίων μπαίνουν συνήθως μετοχές εταιρειών που μακροχρόνια υπολογίζεται ότι θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν αρκετά μεγάλους ρυθμούς ανόδου των ετήσιων πωλήσεων και κερδών, με πολύ εντυπωσιακές επιδόσεις στις μερισματικές αποδόσεις τους. Σε αυτή την κατηγορία αμοιβαίων κεφαλαίων επιλέγονται κυρίως εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες δημιουργούν μεγάλη προστιθέμενη αξία, είναι καινοτόμες, διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες για τις οποίες υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση κλπ.
Αμοιβαία «μεικτά» εισοδήματος και κεφαλαιακής ανάπτυξης
Σε αυτή την κατηγορία Α/Κ επιλέγονται συνήθως μετοχές εταιρειών που υπό κανονικές συνθήκες θα εξασφαλίσουν ικανοποιητικά μερίσματα σε μέσα ετήσια επίπεδα και ικανοποιητική αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας τους. Παράλληλα, όμως, προβλέπεται να εξασφαλισθούν και κέρδη λόγω της σταδιακής συσσώρευσης αποθεματικών κεφαλαίων κλπ που θα προκαλέσουν ενίσχυση της εσωτερικής αξίας των μετοχών και της χρηματιστηριακής αξίας τους.
Αμοιβαία κεφάλαια σταθερού εισοδήματος
Σε αυτή την κατηγορία επενδύσεων περιλαμβάνονται κυρίως διάφοροι συνδυασμοί ομολογιακών προϊόντων. Ενδεχόμενα στο «μείγμα» να περιλαμβάνονται και προνομιούχες μετοχές εταιρειών, οι οποίες παρουσιάζουν κατά μεγαλύτερες διακυμάνσεις από αυτές των κρατικών ομολογιών, αλά μικρότερες σε σύγκριση με αυτές των κοινών μετοχών. Το πλεονέκτημα των προνομιούχων μετοχών είναι ότι εξασφαλίζουν μια σίγουρη απόδοση στους «συντηρητικούς» κατόχους προνομιούχων μιας εταιρείας, ενώ οι κάτοχοι κοινών μετοχών μπορεί και να μην εξασφαλίσουν έσοδα από μερίσματα. Τα Α/Κ αυτής της κατηγορίας συχνά παρουσιάζουν προβλήματα λόγω των χαμηλών αποδόσεων που εξασφαλίζουν (σε σχέση με την άνοδο του πληθωρισμού, την ταχύτερη άνοδο των δαπανών ασφαλιστικών ταμείων και εταιρειών σε σχέση με τα έσοδα που έχουν από τη συγκεκριμένη κατηγορία επενδύσεων κλπ).
Αμοιβαία κεφάλαια εισοδήματος
Κατηγορία Α/Κ που περιλαμβάνει τόσο μετοχές εισηγμένων εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης και εμπορευσιμότητας που εξασφαλίζουν ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις όσο και κρατικές ομολογίες αναπτυγμένων χωρών που αποδίδουν ικανοποιητικά εισοδήματα. Αυτή η κατηγορία επενδύσεων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διακυμάνσεις όσον αφορά τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των μεριδίων, αλλά χαρακτηρίζονται από χαμηλές αποδόσεις για τους επενδυτές.
Αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων
Πρόκειται για «συντηρητικά χαρτοφυλάκια» που βασίζονται σε ευρείες τοποθετήσεις σε προϊόντα που προσφέρονται στην χρηματαγορά και τα οποία δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διακυμάνσεις, εξασφαλίζοντας σε ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό την «προστασία» των αρχικά επενδυόμενων κεφαλαίων. Αποτελούν ένα «καλάθι» που περιλαμβάνει έντοκα γραμμάτια δημοσίου και κρατικές ομολογίες αναπτυγμένων χωρών που διατρέχουν περιορισμένους κινδύνους (συναλλαγματικούς, δημοσιονομικού εκτροχιασμού, κλπ), αλλά με πολύ χαμηλές αποδόσεις για τους επενδυτές.
Αμοιβαία κεφάλαια απαλλαγμένα από φορολογίες
Πρόκειται για ειδικές κατηγορίες επενδύσεων που βασίζονται σε ειδικές εκδόσεις δημοτικών εντόκων γραμματίων και ομολογιών που είναι απαλλαγμένες από φορολογίες. Οι αποδόσεις τους είναι σαφώς υψηλότερες από επιτοκιακής πλευράς, αλλά δεν αποκλείεται για διάφορους λόγους να παρουσιάζουν σχετικά μεγάλες διακυμάνσεις οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις τους.
Αμοιβαία κεφάλαια εισοδήματος με πλήρεις εγγυήσεις
Στην πράξη πρόκειται για «καλάθια επενδύσεων» που περιλαμβάνουν κρατικές ομολογίες ή ομολογίες κρατικών εταιρειών με εγγύηση του Κράτους από το οποίο ελέγχονται ιδιοκτησιακά, οι οποίες είναι πλήρως καλυμμένες από κινδύνους απώλειας κεφαλαίων. Για τους επενδυτές οι κίνδυνοι που διατρέχουν είναι τα ίδια τα Κράτη που εγγυώνται ομολογίες ενδεχόμενα να εμφανίσουν δημοσιονομικά ελλείμματα, με αποτέλεσμα να μειωθεί η χρηματιστηριακή αξία αυτής της κατηγορίας επενδύσεων.
Διεθνή μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια
Τα διεθνή μετοχικά Α/Κ αποτελούνται από τοποθετήσεις σε τίτλους διαπραγματεύσιμους σε διάφορες ξένες αγορές και έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι προσφέρουν πολλαπλάσιες επενδυτικές επιλογές σε σύγκριση με τα «εγχώρια» Α/Κ, τα οποία αποτελούνται από τοποθετήσεις σε τίτλους που έχουν εκδώσει εταιρείες στη χώρα που εδρεύει ο μεριδιούχος επενδυτής. Πέραν των άλλων τα διεθνή Α/Κ έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι, με τους κατάλληλους συνδυασμούς διαφορετικής εθνικότητας επενδυτικών αξιών να επιτυγχάνουν:
Διεθνή ομολογιακά κεφάλαια
Αμοιβαία κεφάλαια που αποτελούνται μόνο από ομολογίες οι οποίες έχουν εκδοθεί από εταιρείες, κρατικούς ή δημοτικούς φορείς κλπ που εδρεύουν σε διάφορες χώρες. Τα διεθνή ομολογιακά Α/Κ έχουν συγκριτικά μεγαλύτερα πλεονεκτήματα για τους επενδυτές σε σύγκριση με ομολογιακά Α/Κ που περιλαμβάνουν ομολογίες που εκδίδονται σε μία και μόνη χώρα. Σε σύγκριση με τα διεθνή μετοχικά Α/Κ τα διεθνή ομολογιακά εμφανίζουν μικρότερες διακυμάνσεις της συνολικής αξίας τους αλλά και μικρότερες αποδόσεις μεσοσταθμικά για μεγάλες χρονικές περιόδους.
Κλαδικά αμοιβαία κεφάλαια
Τα κλαδικά Α/Κ αποτελούνται από τοποθετήσεις σε πλήρως διαπραγματεύσιμους τίτλους που εκδίδονται από εταιρείες που ανήκουν σε ένα και μόνο κλάδο ή υποκλάδο οικονομικής δραστηριότητας (όπως είναι οι μετοχές και ομολογίες τραπεζών, αυτοκινητοβιομηχανιών, φαρμακευτικών εταιρειών, μεταλλουργιών, εμπορικών αλυσίδων κλπ). Επίσης παρέχεται η δυνατότητα στους μεριδιούχους να κάνουν τοποθετήσεις σε Α/Κ που βασίζονται πάνω στο χρυσό, αργό πετρέλαιο και σε διάφορες βασικές πρώτες ύλες που διαχρονικά εμφανίζουν διαφορετικό εύρος διακυμάνσεων.
Αμοιβαία Ενεργειακών Πόρων
Εξειδικευμένα Α/Κ που περιλαμβάνουν επενδύσεις σε ενεργειακές πρώτες ύλες, διυλιστήρια, πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό τομέα, εταιρείες παραγωγής – διανομής – μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, εταιρείες παραγωγής και διανομής φυσικοπύ αερίου, εταιρίες ανάπτυξης και εκμετάλλευσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κλπ. Ο τομέας της ενέργειας παίζει καθοριστικό ρόλο για όλες τις οικονομίες του κόσμου, ενώ παρουσιάζει ιδιαίτερα γρήγορη αύξηση η κατανάλωσης ενεργειακών πόρων στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές.
Αμοιβαία Κοινωφελών Υπηρεσιών
Αυτή η κατηγορία Α/Κ περιλαμβάνει μετοχές και ομολογίες εταιρειών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ύδρευσης, οι οποίες βρίσκονται στις κορυφές μεταξύ των εισηγμένων με βάση το ύψος της χρηματιστηριακής αξίας, τις επενδύσεις σε πάγια στοιχεία, τον ετήσιο κύκλο εργασιών, τα μέσα ετήσια κέρδη κλπ. Η ανάγκη προώθησης του εκσυγχρονισμού αυτής της κατηγορίας επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση σημαντικών εσόδων για τους κρατικούς προϋπολογισμούς και απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, συντελούν στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη και στο αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο κλάδο.
Αμοιβαία τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών
Τα αμοιβαία κεφάλαια Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών είναι εξειδικευμένα Α/Κ που επενδύουν σε εταιρείες παροχής κάθε είδους υπηρεσιών και βιομηχανιών παραγωγής προϊόντων και συστημάτων που συνδέονται με τις επικοινωνίες. Στα μετοχικά χαρτοφυλάκια του ενεργητικού των Α/Κ αυτής της κατηγορίας περιλαμβάνονται και μετοχές εταιρειών καλωδιακής τηλεόρασης, ομίλων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, βιομηχανιών παραγωγής ημιαγωγών, εταιρειών παροχής εξοπλισμού σε τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς, ασύρματης επικοινωνίας και ομίλων τηλεπικοινωνιών.
Αμοιβαία κεφάλαια χρηματοοικονομικού τομέα
Αποτελούνται από διαπραγματεύσιμους τίτλους τραπεζών και άλλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα. Λόγω της πρωταρχικής σημασίας που έχουν οι τράπεζες για τις εθνικές οικονομίες τα Α/Κ χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν βαρύνουσα σημασία μέσα στις χρηματιστηριακές αγορές. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, επειδή οι τραπεζικές αγορές βρίσκονται πλέον στη φάση της «πλήρους ωρίμανσης» στις ανεπτυγμένες χώρες, τα Α/Κ επηρεάζονται άμεσα από διάφορους παράγοντες όπως: εξαγορές, πορεία διεθνώς επιτοκίων, ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης κλπ.
Αμοιβαία τομέα υγείας
Περιλαμβάνουν τοποθετήσεις σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο τομέα της υγείας: φαρμακευτικές εταιρείες, μεγάλες κλινικές, κλπ. Ο κλάδος βρίσκεται σε συνεχή αναδιάρθρωση και η συγκεντροποίηση που έχει επιτευχθεί στον τομέα των φαρμάκων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για επενδύσεις σε μικρού ή και μεσαίου μεγέθους φαρμακευτικές εταιρείες. Αναγκαστικά οι τεράστιες δαπάνες Research & Development δεν αφήνουν χώρο παρά μόνο για τις εταιρείες με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση μεταξύ των ομοειδών εταιρειών που έχουν διαπραγματεύσιμες μετοχές στις ώριμες αγορές.
Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)
Οργανισμοί που έχουν μοναδικό σκοπό να επενδύουν συλλογικά σε κινητές αξίες κεφάλαια που συγκεντρώνουν από το κοινό και των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων και των οποίων τα μερίδια αγοράζονται ή ρευστοποιούνται από τους μεριδιούχους. Οι ΟΣΕΚΑ αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικά μέσα πραγματοποίησης επενδύσεων από μικροεπενδυτές με χαμηλό τίμημα αγοράς μεριδίων, τα οποία τοποθετούνται σε διάφορες κινητές αξίες που είναι διαπραγματεύσιμες και ρευστοποιούνται ταχύτατα.
Παρά το γεγονός ότι οι ΟΣΕΚΑ έχουν ικανούς διαχειριστές για τοποθετήσεις κεφαλαίων, εντούτοις οι σχετικές επενδύσεις πάντοτε ενέχουν κινδύνους απώλειας κεφαλαίων για τους επενδυτές. Για το λόγο αυτό επενδυτές οφείλουν – για την προστασία της αξίας των μεριδίων τους – να παρακολουθούν τις τάσεις και τις προβλέψεις για τις κινητές αξίες στις οποίες ο ΟΣΕΚΑ έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις.
Επενδυτική πολιτική των ΟΣΕΚΑ
Η πολιτική που ακολουθεί ένας ΟΣΕΚΑ (βλ.ο) για τοποθετήσεις των κεφαλαίων που συγκεντρώνει από μεριδιούχους σε κινητές αξίες που είναι εισηγμένες ή που πρόκειται να εισαχθούν σε ένα ή περισσότερα χρηματιστήρια αξιών και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσα από διαφανείς διαδικασίες. Η σχετική πολιτική του ΟΣΕΚΑ καθορίζεται με βάση την Επενδυτική Στρατηγική που προβλέπεται από το καταστατικό του και έχει σαφώς καθορίσει τις κινητές αξίες συγκεκριμένης επενδυτικής κατηγορίας (πχ. μετοχές εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης, μετοχές τραπεζών κλπ). Με βάση τα διαθέσιμα, τα δημοσιοποιούμενα οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών κλπ ένας ΟΣΕΚΑ μπορεί να τροποποιεί τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου του, επιδιώκοντας σε κάθε περίπτωση να μεγιστοποιεί την αξία των μεριδίων που κατέχουν οι μεριδιούχοι. ;Ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα των ΟΣΕΚΑ είναι ότι είναι υποχρεωμένοι να έχουν μεγάλη διασπορά των επενδύσεών τους σε διαφορετικές κινητές αξίες, ώστε να μειώνονταιεξαιρετικά οι κίνδυνοι μεγάλων απωλειών κεφαλαίων από τοποθετήσεις σε περιορισμένο αριθμό μετοχών. ομολογιών κλπ. Για το λόγο αυτό και η κοινοτιή νομοθεσία δεν επτρέπεται στους ΟΣΕΚΑ να επενδύουν περισσότερο από το 5% του ενεργητικού του σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη.
Νεοεκδιδόμενες κινητές αξίες
Μετοχές, ομολογίες κλπ που πρόκειται να εκδοθούν σε μία ή περισσότερες χρηματιστηριακές αγορές. Για τους ΟΣΕΚΑ – που υπόκεινται στις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας – επιτρέπονται οι τοποθετήσεις μέρους του Ενεργητικού τους σε νεοεκδιδόμενες κινητές αξίες με τη βασική προϋπόθεση ότι αυτές εισάγονται σε χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλη ελεγχόμενη αγορά, που λειτουργεί κανονικά, είναι αναγνωρισμένη και ανοικτή στο κοινό, και η εισαγωγή πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την κοινοτική ή εθνική νομοθεσία.
Η εισαγωγή μετοχών σε μια χρηματιστηριακή αγορά συνεπάγεται κινδύνους τους οποίους θα πρέπει να σταθμίσουν, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη:
- Τις προοπτικές της οικονομικής πορείας του εκδότη κινητών αξιών. Για παράδειγμα: στην περίπτωση εισαγωγής μετοχών μιας εταιρείας σε ένα χρηματιστήριο γίνονται εκτιμήσεις σχετικά με την πορεία των πωλήσεών τα, τα μερίσματα που θα διανεμηθούν στους μετόχους μετά από ένα ή δύο χρόνια κλπ.
- Το εύρος της διαφοράς της τιμής εισαγωγής από την χρηματιστηριακή τιμή που θα διαμορφωθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, προσδοκώντας την απόδοση του κεφαλαίου που θα έχει ο επενδυτής από την αγορά νεοεκδιδόμενης κινητής αξίας.
- Την χρηματιστηριακή συγκυρία κατά την περίοδο πριν, κατά και μετά την εισαγωγή της κινητής αξίας, καθώς όλες οι κινητές αξίες επηρεάζονται από μια σειρά από διαφορετικούς εξωτερικούς παράγοντες.
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Gross Domestic Product)
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) υπολογίζεται με βάση την αξία του συνόλου των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα στη διάρκεια ενός έτους, συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών μείον τις εισαγωγές. Επισημαίνεται ότι, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υπολογίζει τα εισοδήματα που πραγματοποιούνται σε μια χώρα ανεξάρτητα από το ποιος ελέγχει μετοχικά τις επιχειρήσεις.
Το ετήσιο ύψος του ΑΕΠ – υπολογισμένου σε τελικές τρέχουσες τιμές αγοράς – προκύπτει από την ακόλουθη βασική εξίσωση:
GDP = C + G + I + (Ex-Im)
Όπου:
C: το σύνολο της κατανάλωσης των ιδιωτών της χώρας (ιδιωτική κατανάλωση)
G: το σύνολο των δημοσίων δαπανών
I: το σύνολο των δαπανών των επιχειρήσεων της χώρας για επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό
Ex: η συνολική αξία των εξαγωγών
Im: η συνολική αξία των εισαγωγών
Χώρες που έχουν επιχειρήσεις διεθνώς ανταγωνιστικές και πραγματοποιούν συνεχώς επενδύσεις εκσυγχρονισμού είναι προφανές ότι συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ισχυρής εθνικής οικονομίας, δημιουργώντας προοπτικές συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ευημερίας και της χρηματιστηριακής αγοράς ειδικότερα..
Μέσο Προσωπικό Εισόδημα
Προκύπτει με βάση το Καθαρό Εθνικό Εισόδημα – μετά την αφαίρεση από αυτό των διαφόρων παρακρατήσεων στις πηγές εισοδήματος, των φορολογιών των επιχειρήσεων, των μεταβιβαστικών πληρωμών και των τόκων του δημοσίου χρέους – που αντιστοιχεί ανά κάτοικο της χώρας. Το Προσωπικό Εισόδημα μπορεί να προέρχεται από διαφορετικές πηγές: εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, επιχειρηματική δραστηριότητα, μερίσματα από μετοχές, έσοδα από αμοιβαία κεφάλαια κλπ.
Όσο μεγαλύτερο είναι το Μέσο Προσωπικό Εισόδημα τόσο μεγαλύτερες είναι οι δυνατότητες αύξησης τις ανά κάτοικο καταθέσεις, διευρύνοντας τις δυνατότητες αύξησης των συνολικών διαθεσίμων κεφαλαίων για επενδύσεις είτε στο Χρηματιστήριο είτε – μέσω των τραπεζών - α επενδύσεις που γίνονται από επιχειρήσεις.
.
Προσωπικό Διαθέσιμο Εισόδημα (Personal Disposable Income)
Περιλαμβάνει το Προσωπικό Εισόδημα μείον τους προσωπικούς φόρους συν τα καθαρά έσοδα από μεταβιβάσεις πληρωμών που γίνονται από δημόσιους φορείς. Υψηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα σε μια χώρα παρέχουν τη δυνατότητα αύξησης της συνολικής ζήτησης για επενδύσεις, δημιουργώντας καλλίτερες προοπτικές για την εγχώρια κεφαλαιαγορά και για τη χρηματιστηριακή αγορά ειδικότερα. Είναι προφανές ότι οι υψηλές φορολογίες που περιορίζουν τα διαθέσιμα εισοδήματα έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τις επενδύσεις, εντός ή εκτός της χρηματιστηριακής αγοράς.
Προσωπική Αποταμίευση (Personal Savings)
Αποτελείται από τις αποταμιεύσεις που πραγματοποιεί κάθε φυσικό πρόσωπο κλπ από τα ετησίως πραγματοποιούμενα εισοδήματά του. Όσο υψηλότερο είναι το προσωπικό διαθέσιμο εισόδημα τόσο μεγαλύτερη θα είναι η μέση Προσωπική Αποταμίευση σε μια χώρα, δημιουργώντας πολύ καλλίτερες προϋποθέσεις για τις μελλοντικές επενδύσεις και την αποδοτικότητά τους.
Μέση Προσωπική Κατανάλωση (Personal Consumption)
Προκύπτει από το σύνολο των καταναλωτικών δαπανών ενός φυσικού προσώπου, νοικοκυριού κλπ. Η Προσωπική Κατανάλωση μαζί με την Προσωπική Αποταμίευση διαμορφώνουν το Προσωπικό Διαθέσιμο Εισόδημα. Όταν η Μέση Προσωπική Κατανάλωση είναι υπέρμετρα υψηλή τότε περιορίζεται η Μέση Προσωπική Αποταμίευση, περιορίζοντας τους διαθέσιμους πόρους για επενδύσεις, προκαλώντας παράλληλα αύξηση του κόστους χρήματος για παραγωγικές επενδύσεις.
Προσωπικοί Φόροι (Personal Taxes)
Είναι το σύνολο των φόρων που αναλογούν για διάφορες κατηγορίες εισοδήματος. Οι συντελεστές φορολογίες που είναι ιδιαίτερα χαμηλοί σε μια χώρα παρέχουν τη δυνατότητα, μέσω των κατάλληλων πολιτικών, να αυξήσουν τις συνολικές αποταμιεύσεις για να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, για ευρείες χρηματοδοτήσεις επενδύσεων.
Εισφορές από την κυβέρνηση σε φυσικά πρόσωπα (Personal transfer payments from governments)
Αποτελούν εκταμιεύσεις που γίνονται από την κυβέρνηση σε διάφορα φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Το συνολικό ύψος των σχετικών εκταμιεύσεων συναρτάται από τη δημοσιονομική κατάσταση της κάθε χώρας, η οποία, εφόσον υπάρχει δημοσιονομικός εκτροχιασμός επηρεάζει αρνητικά το επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα.
Αμοιβαία εταιρειών Real Estate
Τα αμοιβαία κεφάλαια Real Estate αποτελούν μια εξειδικευμένη κατηγορία επενδύσεων που περιλαμβάνει τοποθετήσεις σε: μεγάλες αλυσίδες ξενοδοχείων, εταιρείες ανάπτυξης και εκμετάλλευσης ακινήτων διαφορετικής χρήσης, μεγάλες εταιρείες αποθηκών κλπ. Παρά το γεγονός ότι αυτή η κατηγορία επενδύσεων δημιουργία «επενδυτική σιγουριά», εντούτοις η υπερανάπτυξη των αγορών ακινήτων σε ΗΠΑ, Βρετανία, νότιες χώρες της Ευρώπης κλπ προκάλεσε απότομη πτώση της σχετικής αγοράς επηρεάζοντας αρνητικά τράπεζες, απασχόληση κλπ.
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Gross National Product)
Βασικό μακροοικονομικό μέγεθος που περιλαμβάνει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (βλ. σχετικά) συν το σύνολο των εισοδημάτων που έχουν αποκτηθεί από διεθνείς οικονομικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων κλπ της χώρας μείον τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν μέσα στη χώρα από κατοίκους και εταιρείες που εδρεύουν σε άλλες χώρες. Είναι προφανές ότι: αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες εδρεύουν πάρα πολλές εγχώριες επιχειρήσεις που έχουν μεγάλα εισοδήματα από δραστηριότητες έχουν ένα υψηλότερο εθνικό προϊόν. Επιπλέον, χώρες που παρέχουν υπέρμετρη προστασία στους διεθνείς επενδυτές (φορολογικοί και τραπεζικοί «παράδεισοι») μπορούν να εξασφαλίζουν πολύ υψηλή Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, εφόσον σε αυτές προσελκύονται και εδρεύουν πολλές ξένες εταιρείες και φυσικά πρόσωπα.
Καθαρό Εθνικό Προϊόν (Net National Product)
Αποτελείται από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μείον τις αποσβέσεις που έχουν γίνει για να πραγματοποιηθεί αυτό. Δηλαδή, αφαιρούνται οι αποσβέσεις που αναλογούν για πραγματοποιηθείσες επενδύσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων Εάν οι αποσβέσεις επενδύσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλες θα πρέπει να αναμένεται σχετική συμπίεση του Καθαρού Εθνικού Προϊόντος, αλλά μακροχρόνια η δημιουργία νέων, πρόσθετων εισοδημάτων – που μπορεί σε μεγάλο ποσοστό να προέλθουν από εξαγωγές – τότε θα υπάρξει μεγάλη αύξηση του σχετικού μακροοικονομικού μεγέθους. Επισημαίνεται ότι όσο μεγαλύτερες επενδύσεις εκσυγχρονισμού πραγματοποιούνται σε μια εθνική οικονομία τόσο μεγαλύτερη θα είναι μεσοπρόθεσμά η βελτίωση του επιχειρηματικού και χρηματιστηριακού κλίματος.
Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (Gross National Income)
Αποτελείται από τη συνολική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παρήχθησαν σε μια χώρα – (που αντιστοιχεί στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) – συν τα εισοδήματα που εξασφαλίσθηκαν από το εξωτερικό (πχ τόκοι και μερίσματα από μετοχές) μείον τις αντίστοιχες πληρωμές που καταβλήθηκαν σε εταιρείες και κατοίκους του εξωτερικού.
Καθαρό Εθνικό Εισόδημα (Net National Income)
Αποτελείται από το Καθαρό Εθνικό Προϊόν μείον τους έμμεσους φόρους. Μεγάλα κρατικά ελλείμματα, που καλύπτονται μέσω αύξησης των εμμέσων φόρων (φόροι επί καπνικών προϊόντων, υγρών καυσίμων κλπ), συμβάλλουν στη μείωση του ΚΕΕ, με αρνητικές συνέπειες για τις καταθέσεις των νοικοκυριών στις τράπεζες, τις αγορές μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων κλπ.
Ιδιωτικές Καταναλωτικές Δαπάνες (Personal Consumption Expenditures)
Περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών των ιδιωτών σε μια χώρα για κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (συνήθως μέσα σε ένα χρόνο). Οι σχετικές δαπάνες, εφόσον προβλέπεται να αυξηθούν αισθητά, δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για πραγματοποίηση επενδύσεων σε διάφορους τομείς. Ωστόσο, εάν οι ιδιωτικές καταναλωτικές δαπάνες καλύπτονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από εισαγωγές, ενώ είναι περιορισμένες οι αποταμιεύσεις μακροχρόνια η ανταγωνιστικότητα της χώρας θα υποβαθμίζεται και θα δημιουργηθεί ένα αρνητικό περιβάλλον και προοπτικές για την επιχειρηματικότητα και τις παραγωγικές και χρηματιστηριακές επενδύσεις.
Αναλύσεις SWOT
Επιτρέπουν την εξέταση των "ισχυρών" και των "αδύνατων σημείων" της κάθε επιχείρησης, καθώς και τις ευκαιρίες ανάπτυξης που δύναται να αξιοποιήσει και τις απειλές που αντιμετωπίζει στην αγορά. Πραγματοποιώντας ανάλογες αναλύσεις για ομοειδείς εταιρείες παρέχεται η δυνατότητα στους investment managers να επιλέγουν μεταξύ ενός συνόλου εκείνες τις επιχειρήσεις που εμφανίζονται είναι οι πλέον δυναμικές και να υπόσχονται τις καλλίτερες αποδόσεις για τους υποψήφιους επενδυτές. Εξάλλου, σε μια περίοδο παγκοσμιοποίησης και ενσωμάτωσης διαφόρων κλάδων επιχειρήσεων μιας χώρας σε ευρύτερες αγορές οι αναλύσεις SWOT παρέχουν τη δυνατότητα αξιολόγησης ενός συγκεκριμένου κλάδου (πχ μεταλλουργία μιας χώρας), διαπιστώνοντας τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία του έναντι άλλων ομοειδών κλάδων (μεταλλουργιών άλλων χωρών). Έτσι, μέσα από αυτές τις κλαδικές συγκρίσεις είναι δυνατόν να εντοπισθούν:
·Οι κλάδοι επιχειρήσεων χωρών που εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερο δυναμισμό και διεθνή ανταγωνιστικότητα.
. Εκείνες οι επιχειρήσεις του κάθε οικονομικού κλάδου, που – ανεξαρτήτως εθνικότητας – εμφανίζονται να είναι οι «παγκόσμιοι πρωταθλητές».
Δείκτες ρευστότητας
Δείκτες που αποκαλύπτουν κατά πόσον μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να καλύπτει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Επιχειρήσεις με πολύ χαμηλούς δείκτες ρευστότητας σε μόνιμη βάση υποδηλώνουν ότι οι πωλήσεις δεν εξασφαλίζουν επαρκή νέα ταμιακά διαθέσιμα και θα πρέπει να ληφθούν μια σειρά από μέτρα που θα κάνουν πιο ανταγωνιστική την επιχείρηση, ώστε να μειωθούν οι επενδυτικοί κίνδυνοι. Δεν αποκλείεται, όμως, μια επιχείρηση να εμφανίζεται με υπερβολικά μεγάλη ρευστότητα περιορίζοντας στο ελάχιστο τις αποδόσεις των επενδύσεων: σε αυτή την περίπτωση η επιχείρηση χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σημαντικά κεφάλαια τα οποία παραμένουν «ακίνητα» και δεν αποδίδουν κέρδη. Συνεπώς θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις ώστε να διαμορφωθεί η ρευστότητα της επιχείρησης σε εκείνα τα επίπεδα που επιτρέπουν στις πωλήσεις να εξασφαλίζουν επαρκή κέρδη και να αποπληρώνονται κανονικά οι προς τρίτους υποχρεώσεις.
Δείκτες αποδόσεων κερδοφορίας
Οι δείκτες αυτοί που αποκαλύπτουν κατά πόσον οι πωλήσεις είναι σε θέση να δημιουργούν κέρδη σε ετήσια βάση και να βελτιώσουν την καθαρή θέση και τη ρευστότητα της επιχείρησης. Όσο μικρότεροι είναι αυτοί τόσο μεγαλύτερες δυσκολίες θα έχει η επιχείρηση να αναπτυχθεί και να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές με επιτυχία. Δεν αποκλείεται, όμως, σε μια συγκεκριμένη περιοχή να αποτελεί στρατηγικό στόχο να πληγούν ανταγωνίστριες επιχειρήσεις μέσα μιας συνειδητής πολιτικής «κτυπήματος των τιμών».
Δείκτες κάλυψης υποχρεώσεων
Οι σχετικοί δείκτες υποδηλώνουν κατά πόσον είναι δυνατόν η επιχείρηση καλύπτει τις προς τράπεζες, τους προμηθευτές κλπ υποχρεώσεις της για να αναπτύξει κερδοφόρες πωλήσεις και όχι να κινδυνεύει να εκτεθεί σε ισχυρούς πιστωτικούς κινδύνους. Οι δείκτες αυτοί ενδιαφέρουν περισσότερο τις τράπεζες και τους προμηθευτές επιτρέποντας σ΄ αυτούς να γνωρίζουν κατά πόσον κινδυνεύουν να μην αποπληρωθούν εμπρόθεσμα οι απαιτήσεις που έχουν έναντι της επιχείρησης.
Δείκτες αποτελεσματικής διαχείρισης ενεργητικού – παθητικού
Μια σειρά από δείκτες που αποκαλύπτουν κατά πόσον η διοίκηση μιας επιχείρησης πετυχαίνει μεγιστοποίηση του βαθμού αξιοποίησης των στοιχείων του ενεργητικού – παθητικού που διαθέτει και συμπίεσης του συνόλου των δαπανών ως προς τις πωλήσεις, ώστε να μεγιστοποιούνται τα κέρδη των μετόχων.
Κεφάλαια κίνησης
Τα κεφάλαια που διαθέτει μια επιχείρηση μια συγκεκριμένη ημερομηνία και προκύπτει από τη σχέση κυκλοφορούντος ενεργητικού (current assets) προς βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (current liabilities). Εφ΄όσον ο σχετικός δείκτης κινείται πάνω από το 1,15 έως 1,50 η επιχείρηση δεν θα αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας. Όταν όμως ο δείκτης ξεπερνάει το 2,00 τότε αρχίζουν να εμφανίζονται προβλήματα ιδιαίτερα μεγάλης ρευστότητας και χαμηλής απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων, οπότε και θα πρέπει να ασκηθούν πολιτικές μέσω των πωλήσεων που θα φέρουν τα κεφάλαια κίνησης σε χαμηλότερα επίπεδα και οπωσδήποτε πάνω από το 1,10.
Δείκτης άμεσης ρευστότητας ή ταχείας ρευστότητας (acid-test ratio, quick ratio)
Είναι ένας δείκτης που προκύπτει από ένα κλάσμα με αριθμητή την συνολική αξία των ρευστών διαθεσίμων, των διαφόρων στοιχείων προς είσπραξη και την αξία του χαρτοφυλακίου, ενώ παρονομαστής είναι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Είναι ένας δείκτης που όσο μεγαλύτερος είναι τόσο μια επιχείρηση διαθέτει ρευστά διαθέσιμα σε πολύ υψηλά επίπεδα, πολιτική που περιορίζει τις αποδόσεις των επενδεδυμένων κεφαλαίων.
Περιθώρια καθαρού κέρδους (net profit margin)
Τα καθαρά κέρδη που εξασφαλίζει μια επιχείρηση από τις πωλήσεις, με το σχετικό δείκτη να υπολογίζεται σε επί τοις εκατό (%) και να προκύπτει από ένα κλάσμα με αριθμητή τα καθαρά κέρδη και παρονομαστή τις πωλήσεις. Για τουδς επενδυχτές έχει κιδιαίτερη συμασία η σύγκριση των περιθωρίων καθαρού κέρδους, που εμφανίζουν ομοειδείς επιχειρήσεις σε ίδιες χρονικές περιόδους και σε διαφορετικές αγορές, γιατί έτσι δύνανται ευκολότερα να επιλέγουν μετοχές εταιρειών με ιδιαίτερα υψηλά περιθώρια καθαρού κέρδους. Επίσης, κατά την εισαγωγή εταιρειών σε χρηματιστηριακές αγορές η πορεία των περιθωρίων καθαρού κέρδους σε μακροχρόνιες περιόδους διευκολύνται την εκτίμηση της πορείας της κερδοφορίες της και τη σχέση μεταξύ μελλοντικής χρηματιστηριακής τιμής προς καθαρά κέρδη ανά μετοχή.
Ενεργητικό
Το ενεργητικό περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων μιας εταιρείας που έχουν επενδυθεί για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων της με κεφάλαια που έχουν συγκεντρωθεί από τους μετόχους και από τρίτους, προμηθευτές και δανειστές που έχουν αποτυπωθεί στο σύνολό τους μια συγκεκριμένη ημερομηνία του έτους (συνήθως η 31η Δεκεμβρίου).Το ενεργητικό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο η ανάλυση του οποίου μας επιτρέπει να βγάζουμε πολλά συμπεράσματα και να καταρτίζουμε αρκετούς δείκτες αξιολόγησης των εισηγμένων και μη εταιρειών. Στην πράξη το ενεργητικό αποτελείται από επενδύσεις που έχουν ως στόχο την πραγματοποίηση κερδών και την αυτοχρηματοδότηση της ανάπτυξης της εταιρείας.
Δείκτης κερδοφορίας Ενεργητικού
Προκύπτει από τη σχέση κερδών προ φόρων ή μετά από φόρους κερδών ως προς το σύνολο του ενεργητικού μας εταιρείας: δηλαδή πόσα κέρδη εξασφαλίζονται, σε %, για κάθε 100 μονάδες ενεργητικού.
Ο σχετικός δείκτης κερδοφορίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις αξιολογήσεις που κάνουν οι επενδυτές, καθώς όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλα τα κέρδη ως ποσοστό (σε %) του ενεργητικού, τότε:
- αξιοποιείται αποτελεσματικά το ενεργητικό της εταιρείας, δηλαδή δεν γίνεται κατασπατάληση κεφαλαίων για να επιτευχθούν περιορισμένα κέρδη,
- εξασφαλίζονται υψηλότερες αποδόσεις για τους μετόχους,
- οι τράπεζες αντιμετωπίζουν μικρότερους κινδύνους απώλειας δανειακών κεφαλαίων κλπ.
Παθητικό
Περιλαμβάνει το σύνολο των κεφαλαίων που έχουν συγκεντρωθεί μία συγκεκριμένη ημερομηνία (συνήθως η 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους) και τα οποία προέρχονται βασικά από:
- ίδια κεφάλαια, που έχουν επενδυθεί από τους μετόχους – οι οποίθοι ανάλογα με τη συμμετοχή τους κατέχουν διάφορα ποσοστά από το σύνολο των μετοχών που έχουν εκδοθεί - και από αποθεματικά, δηλαδή από κέρδη που έχει εξασφαλίσει η εταιρεία από προηγούμενες χρονιές δραστηριοποίησης, αλλά τα οποία δεν διανεμήθηκαν στους μετόχους ως μερίσματα
- ξένα κεφάλαια που προέρχονται από τρίτους, κυρίως από τράπεζες και προμηθευτές.
Πάγιο ενεργητικό
Το πάγιο ενεργητικό μιας εταιρείας αποτελείται από ακινητοποιημένα στοιχεία (ακίνητα, κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανήματα παραγωγής κλπ) που χρησιμοποιούνται διαχρονικά για την δραστηριοποίηση της εταιρείας, αλλά που δύσκολα μπορούν να ρευστοποιηθούν σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Στην πράξη το πάγιο ενεργητικό είναι επενδύσεις και αποτελείται από ένα άθροισμα διαφορετικών στοιχείων που χρησιμεύουν για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων.
Βεβαίως η σημασία του πάγιου ενεργητικού διαφέρει από εταιρεία σε εταιρεία και από κλάδο σε κλάδο: στις βιομηχανίες το πάγιο ενεργητικό – που αποτελείται κυρίως από μηχανήματα – είναι πολύ μεγαλύτερο ως ποσοστό (σε %) του ενεργητικού σε σύγκριση με άλλες κατηγορίες εισηγμένων, όπως είναι οι τράπεζες και κυρίως οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, στις οποίες το ύψος του πάγιου ενεργητικού στο σύνολο ενεργητικού είναι ασήμαντο ποσοστό έως και μηδενικό.
Βασικά στοιχεία του πάγιου ενεργητικού
Το πάγιο ενεργητικό αποτελείται από δύο βασικά μέρη:
- Τις ενσώματες ακινητοποιήσεις (γήπεδα, κτίρια, μηχανήματα κλπ).
- Τις συμμετοχές και άλλες μακροπρόθεσμες απαιτήσεις. Οι συμμετοχές αφορούν σε μεγάλα ή περιορισμένα πακέτα μετοχών που κατέχει μια εισηγμένη σε άλλες εταιρείες, εισηγμένες ή μη.
Οι συμμετοχές έχουν αποκτήσει τεράστια σημασία στα τελευταία χρόνια, καθώς οι εξαγορές άλλων εταιρειών και η απόκτηση μεγάλου ποσοστού των μετοχών άλλων εταιρειών αποτελούν σημαντικό παράγοντα μείωσης των επιχειρηματικών, επενδυτικών κλπ κινδύνων.
Συμμετοχές σε άλλες εταιρείες
Συμμετοχές που προέρχονται από την απόκτηση ενός μεγάλου πακέτου μετοχών άλλων εταιρειών – εισηγμένων ή μη – που επιτρέπουν στην εταιρεία να αντλεί κέρδη από τα μερίσματα που δημιουργούν οι συμμετοχές της, υπεραξίες από τις χρηματιστηριακές αξίες τους και τις ανατιμήσεις περιουσιακών στοιχείων τους κλπ. Επιλέγοντας η διοίκηση μιας εταιρείας να προχωρήσει στην εξαγορά μιας άλλης εταιρείας ή στην απόκτηση ενός σημαντικού πακέτου μετοχών άλλων εταιρειών επιδιώκει να πραγματοποιήσει έσοδα από άλλες πηγές πέραν αυτών που εξασφαλίζει από την κύρια δραστηριότητά της. Σε αυτή την περίπτωση η εταιρεία που προχώρησε σε εξαγορές μεγάλων πακέτων μετοχών άλλων εταιρειών πραγματοποιεί διασπορά των επενδυτικών κινδύνων, καθώς μπορεί να επιλέξει να κάνει τοποθετήσεις κεφαλαίων σε άλλες εταιρείες που παρουσιάζονται καινοτόμες, δραστηριοποιούνται σε αγορές που παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κλπ.
Χρηματοδότηση των συμμετοχών
Τα κεφάλαια που διατίθενται από μια εταιρεία για απόκτηση συμμετοχών σε άλλες εταιρείες αντλούνται από:
- Δάνεια που εξασφαλίζονται μέσω του τραπεζικού συστήματος, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ενεργητικό της με την αξία των μετοχών που απέκτησε, ενώ παράλληλα αυξάνεται ισόποσα το χρέος της προς τις τράπεζες για την απόκτηση των απαιτούμενων κεφαλαίων για την εξαγορά μετοχών.
- Αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση νέων μετοχών με μετρητά που θα διατεθούν είτε σε παλαιούς είτε σε νέους μετόχους.
- Διαθέσιμα κεφάλαια της εταιρείας που δεν χρησιμεύουν για την ανάπτυξη των κυρίων δραστηριοτήτων της
- Ρευστοποιήσεις παγίων στοιχείων του ενεργητικού της, προκειμένου με τα κεφάλαια που θα αντληθούν να εξασφαλισθούν υψηλότερες αποδόσεις από την απόκτηση μετοχών άλλων εταιρειών σε σχέση με αυτές που εξασφαλίζουν τα ρευστοποιούμενα πάγια στοιχεία.
Τραπεζικοί πιστωτικοί κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι που διατρέχουν οι τράπεζες να μην εξασφαλισθεί η ομαλή και εμπρόθεσμη αποληρωμή δανείων που έχουν χορηγήσει σε διλάφολρες κατηγορίες δανειοληπτών τους. Ο πιστωτικός κίνδυνος ενυπάρχει από την στιγμή υπογραφής της κάθε δανειακής σύμβασης και για το λόγο αυτό επιβάλλεται να γίνει εκτίμηση των αναλαμβανομένων τραπεζικών κινδύνων σε μακροχρόνιο ορίζοντα, αξιολόγηση που θα αφορά:
- τις δυνατότητες του δανειολήπτη να αποπληρώνει ομαλά τις τοκοχρεολυτικές δόσεις του με βάση τα προβλέπομενα έσοδά του σε διαφορετικές χρονιές.
- Το ενδεχόμενο να υπάρξει χειροτέρευση του μακροοικονομικού κλίματος ή/ και των προοπτικών των κλάδου στον οποίο ο δανειλήπτηες αναπτύσει δραστηριότητες.
Ένας μεγάλος αριθμός προβληματικών δανείων συνεπάγεται για την τράπεζα μεγάλη μείωση των κερδών ή πέρασμα σε περίοδο ζημιών οι οποίες επιδρούν αρνητικά στις ταμιακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες.
Tier one capital
Πρόκειται για το μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας το οποίο επιτρέπεται μέχρις ενός σημείου να απορροφά μεγάλες ζημιές που έχουν προκληθεί από «κακά δάνεια» σε επιχειρήσεις, τοποθετήσεις σε «τοξικές» ομολογίες κλπ. Η τράπεζα σε αυτή την περίπτωση ακόμη και εάν έχει ζημιές δεν θα σταματήσει να λειτουργεί αλλά οφείλει να πάρει δραστικά μέτρα για να μειώσει τις ζημιές τις οποίες υφίσταται και να μειώνει συνεχώς τους μεγάλους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη.
Το tier one capital περιλαμβάνει το μετοχικό κεφάλαιο, τα αποθεματικά που έχουν συσσωρευθεί στη διάρκεια διαφόρων ετών μείον τις ζημιές χρήσης έχουν καταγραφεί σε διάφορες χρονιές. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το goodwill που έχει αποκτήσει η τράπεζα
και το οποίο δύναται να αποτιμηθεί με διάφορους τρόπους.
Τα κεφάλαια tier one ως προς το σύνολο των σταθμισμένων πιστωτικών κινδύνων στους οποίους εκτίθεται μια τράπεζα δεν πρέπει να πέφτει κάτω από το 4%.
Tier two capital
Περιλαμβάνει το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων μιας τράπεζας που επιτρέπει την απορρόφηση ζημιών μέχρις ενός σημείου, αλλά που το καθεστώς εποπτείας των τραπεζών υποχρεώνει την τράπεζα να πάρει αυστηρά μέτρα για ρευστοποιήσεις απαιτήσεων που έχει έναντι δανειοληπτών με μεγάλα ληξιπρόθεσμα χρέη και να προχωρήσει σε εξυγίανση του χαρτοφυλακίου δανείων της (winding-up). Το tier two capital μεταξύ των αλλων δύναται να περιλαμβάνει προνομιούχες μετοχές και, κυρίως, προβλέψεις για «κακά δάνεια».
Τα συνολικά κεφάλαια της κάθε τράπεζας – αποτελούμενα από τα κεφάλαια tier one και tier two μετά την αφαίρεση ορισμένων ποσών – δεν πρέπει να πέφτε κάτω από το 8% των συνολικών πιστωτικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη μια τράπεζα.
Tier three capital
Τα ίδια κεφάλαια που διαθέτει μια τράπεζα και που το τραπεζικό νομικό πλαίσιο επιτρέπει την απορρόφηση βραχυχρόνιων ζημιών οι οποίες συνδέονται με μεταβολές συναλλάγματος ή επιτοκίων και οι οποίες δύνανται να αντισταθμισθούν με διάφορες τεχνικές (χρησιμοποίηση επιτοκιακών swaps κλπ).
Κίνδυνοι απομείωσης αξίας εισπρακτέων (dilution risks)
Οι κίνδυνοι που διατρέχει μια τράπεζα να υπάρξουν καθυστερήσεις στις καταβολές των προς αυτή καταβλητέων τοκοχρεολυσίων για χορηγηθέντα δάνεια που προβλέπονται να εκταμιευθούν από τους δανειολήπτες σε σαφώς καθορισμένες ημερομηνίες λόγω αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν αυτοί ή λόγω αμφισβήτησης των όρων συναφθεισών δανειακών συμβάσεων.
Πιθανότητες αθέτησης δανειακών συμβάσεων
Τα συστήματα των τραπεζών για πρόβλεψη και έγκαιρη διαχείριση πιστωτικών κινδύνων έχουν στο επίκεντρό τους την πραγματοποίηση όσο το δυνατόν πιο επιτυχημένων προβλέψεων για τις «πιθανότητες αθέτησης» δανειακών συμβάσεων από συμβαλλόμενες επιχειρήσεις. Οι πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων είναι κύριο μέλημα των τραπεζών και θα πρέπει να πραγματοποιούνται μετρήσεις σε καθημερινή βάση, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αναλαμβανόμενοι τραπεζικοί κίνδυνοι. Όσο πιο αποτελεσματικές είναι οι σχετικές μετρήσεις των πιθανοτήτων αθέτησης δανειακών υποχρεώσεων τόσο ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι μείωση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Παραγωγικότητα
Ο βαθμός αποτελεσματικής χρησιμοποίησης συντελεστών παραγωγής ώστε να διαμορφώνονται στα κατά το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα οι όγκοι παραγωγής ή η συνολική αξία των παρεχομένων υπηρεσιών. Βασική επιδίωξη των managers είναι να επιδιώκουν την επίτευξη υψηλών δεικτών παραγωγικότητας ώστε να εξασφαλίζονται τα κατά το δυνατόν μεγαλύτερα έσοδα και, πολύ πιθανόν, να μεγιστοποιούνται τα κέρδη. Εντούτοις, στο παρελθόν δινόταν έμφαση στην επίτευξη υψηλών δεικτών παραγωγικότητας σε επίπεδο παραγωγής, χωρίς να δίνεται έμφαση σε άλλους πολύ βασικούς παράγοντες, όπως είναι η αποτελεσματικότητα του εμπορικού δικτύου, οι διαφημιστικές δαπάνες, το κόστος διατήρησης αποθεμάτων κλπ. Κατά συνέπεια η διαμόρφωση της παραγωγικότητας σε υψηλά επίπεδα θα πρέπει να επιδιώκεται σε όλα τα στάδια δραστηριοποίησης μιας επιχείρησης, έτσι ώστε να απορροφάται το μέγιστο μέρος της συνολικής παραγωγής.
Εθνική παραγωγικότητα
Όρος που υποδηλώνει κατά πόσον μία Εθνική Οικονομία εξασφαλίζει υψηλές ή χαμηλές επιδόσεις τόσο σε επίπεδο εργαζομένων όσο και ως προς τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του συνολικού παραγωγικού δυναμικού της με τις σχετικές επιδόσεις να συγκρίνονται με αυτές άλλων χωρών ή μιας ομάδας χωρών (πχ μέση παραγωγικότητα χωρών ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκής Ένωσης κλπ).
Η εθνική παραγωγικότητα επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες όπως είναι: ο βαθμός εξειδίκευσης, η κεφαλαιακή επάρκεια, η ανταγωνιστικότητα, το κόστος δανεισμού κλπ των επιχειρήσεων μιας χώρας, το κόστος εργασίας, το φορολογικό καθεστώς για τις επιχειρήσεις και τις ξένες επενδύσεις κλπ.
Μέση παραγωγικότητα
Ο όγκος της παραγωγής, τα έσοδα, τα καθαρά κέρδη που αναλογούν κατά μέσον όρο σε ένα εργαζόμενο. Ο σχετικός δείκτης προκύπτει από τη σχέση μεταξύ της αξίας των παραγομένων εμπορευμάτων, παρεχομένων υπηρεσιών κλπ μιας επιχείρησης ως προς τον αριθμό των σ΄ αυτήν απασχολουμένων. Οι δείκτες μέσης παραγωγικότητας βοηθούν την πραγματοποίηση συγκρίσεων οικονομικής αποτελεσματικότητας μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, συγκρίνεται η μέση παραγωγικότητα δύο τραπεζών με βάση τα έσοδα που εξασφαλίζει η κάθε μία με βάση τον αριθμό των συνολικά απασχολουμένων. Εντούτοις, οι δείκτες μέσης παραγωγικότητας συγκαλύπτουν τις διαφορές που υπάρχουν σε ατομικό επίπεδο μεταξύ των απασχολουμένων.
Δείκτες παραγωγικότητας
Διάφοροι δείκτες που αποκαλύπτουν κατά πόσον διάφοροι συντελεστές παραγωγής, μια επιχείρηση, οι επιχειρήσεις μιας χώρας κλπ εξασφαλίζουν μεγάλους ή μικρούς όγκους παραγωγής. Οι σχετικοί δείκτες προκύπτουν συνήθως από κλάσματα και ειδικότερα από τις σχέσεις μεταξύ αριθμητών (στους οποίους αναφέρονται η αξία παραγωγής, παρεχομένων υπηρεσιών, τα ετήσια κέρδη, οι πωλήσεις ενός εξαμήνου κλπ) και παρονομαστών (στους οποίους αναφέρονται στοιχεία για χρησιμοποιηθέντες συντελεστές: αριθμός εργαζομένων, καταστήματα τραπεζών κλπ). Οι managers έχουν ως βασική αποστολή να εξασφαλίζουν υψηλούς δείκτες παραγωγικότητας για τις επιχειρήσεις ή για τις διευθύνσεις στις οποίες είναι επικεφαλής, αποβλέποντας στη μεγιστοποίηση των κερδών των μετόχων. Φυσικά και οι επενδυτές από την πλευρά τους προχωρούν σε ανάλογες αναλύσεις δεικτών παραγωγικότητας, κυρίως από εκείνους που αποσκοπούν σε μακροχρόνια ικανοποιητικές αποδόσεις των επενδυομένες κεφαλαίων.
Ατομική παραγωγικότητα
Ο όγκος της παραγωγής, τα έσοδα που αποφέρει ένας εργαζόμενος σε βιομηχανία, τράπεζα κλπ. Ο σχετικός δείκτης μπορεί να προκύψει από τη σχέση μεταξύ της συνολικής αξίας παραγωγής, τον αριθμό των παραγομένων τεμαχίων, τα συνολικά κέρδη κλπ ως προς τον αριθμό των συνολικά απασχολουμένων σε μια επιχείρηση. Ωστόσο, ένας δείκτης που θα προκύψει από τις σχέσεις μεταξύ δύο μεγάλων συνόλων δεν αποκαλύπτει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των εργαζομένων, καθώς λόγω δεξιότητας, εξειδίκευσης κατάρτισης κλπ η αξία που δημιουργεί κάθε απασχολούμενος διαφέρει πολύ ή λίγο από αυτήν που πετυχαίνουν οι λοιποί στην ίδια επιχείρηση απασχολούμενοι. Οι managers επιδιώκουν την κατάρτιση πλάνων με αποτελέσματα μετρήσεων της παραγωγικότητας του κάθε απασχολούμενου, με βάση τα οποία υλοποιούνται πολιτικές αναδιάρθρωσης προσωπικού, βελτίωσης των ατομικών παραγωγικοτήτων και ανόδου της μέσης και της συνολικής παραγωγικότητας.
Κοστολόγηση
Η μέτρηση του κόστους που απαιτείται για να παραχθεί ένα προϊόν η μια υπηρεσία. Το σύγχρονο management επιδιώκει να χρησιμοποιεί μεθόδους κοστολόγησης σε σχέση με τις δυνατότητες απορρόφησης ολόκληρης της παραγωγής μετά από λίγα ή περισσότερα χρόνια. Η πραγματοποίηση κοστολογήσεων σε βάθος χρόνου και ο συσχετισμός τους με τα προσδοκώμενα έσοδα ανά προϊόν επιτρέπουν στις διοικήσεις να κρίνουν εάν και πρέπει να γίνουν νέες επενδύσεις ή να στραφούν οι επιχειρήσεις σε νέους περισσότερο προσοδοφόρους τομείς. Οι κοστολογήσεις στο παρελθόν δεν ελάμβαναν ιδιαίτερα υπ΄ όψη τους μια σειρά από παράγοντες που είχαν σχέση με τις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών, το καθαρό κέρδος ανά προϊόν κλπ. Επίσης, μια σειρά από δαπάνες θεωρούνται έμμεσες και κατ΄ επέκταση «δεδομένες» ή «ανελαστικές» χωρίς να λαμβάνεται υπ΄ όψη ότι τελικά επιβαρυνόταν η τελική τιμή διάθεσης των προϊόντων.
Μη ανταγωνιστικό κόστος
Η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που εξασφαλίζονται σε ένα επίπεδο κόστους τέτοιου που δεν δημιουργεί προϋποθέσεις βιωσιμότητας μιας επιχείρησης, επειδή οι ανταγωνιστές της παράγουν τα ίδια προϊόντα με χαμηλότερο κόστος. Οι managers οφείλουν να υιοθετούν και εφαρμόζουν πολιτικές τέτοιες που να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων σε επίπεδα τέτοια, ώστε να βελτιώνεται το περιθώριο καθαρού κέρδους και να είναι χαμηλότερο έναντι αυτού των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Είναι σύνηθες φαινόμενο αποτυχημένων διοικήσεων που δεν κατάφεραν να βελτιώσουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων, επειδή δεν υιοθετήθηκαν πολιτικές αναπροσαρμογής του κόστους ώστε να παραμείνουν «βιώσιμες» μονάδες που είχαν αυξημένα κοστολόγια έναντι άλλων ομοειδών επιχειρήσεων.
Επενδύσεις μείωσης του κόστους παραγωγής
Οι επενδύσεις που γίνονται με σκοπό να μειωθεί το κόστος παραγωγής ή παροχής υπηρεσιών προκειμένου να βελτιωθούν οι δείκτες οικονομικών επιδόσεων της επιχείρησης. Η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων συνεπάγεται μεγάλες δαπάνες και είναι προτιμότερο να γίνουν αυτές οι επενδύσεις εφ΄ όσον οι οικονομίες που θα προκύψουν θα βελτιώσουν τα περιθώρια καθαρού κέρδους και θα επιτρέψουν όχι μόνο την ομαλή αποπληρωμή των δανείων για επενδύσεις αλλά θα αφήνουν ικανοποιητικά κέρδη σε βάθος χρόνου. Οι managers προωθούν επενδυτικά σχέδια συνδέουν το χαμηλότερο κόστος παραγωγής λαμβάνοντας υπ΄ όψη τις διαχρονικά μεταβαλλόμενες ανάγκες των νοικοκυριών δημιουργώντας νέα και φθηνότερα προϊόντα που ταυτόχρονα να είναι υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών.
Μέσο μοναδιαίο κόστος
Το συνολικό κόστος που απαιτείται για να παραχθεί και πωληθεί από μια εταιρεία ένα εμπόρευμα ή να παρασχεθεί μία υπηρεσία. Ευρίσκεται από το σύνολο των δαπανών που κατέβαλε η εταιρεία διηρημένου δια του συνολικού αριθμού των παραχθέντων προϊόντων. Ένας από τους βασικούς στόχους του strategic management είναι το μέσο κατά μονάδα παραγόμενου προϊόντος να είναι σε όσο το δυνατό χαμηλότερα επίπεδα ως προς αυτό των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων προκειμένου η εταιρεία να πετυχαίνει μεγάλες πωλήσεις. Όμως το μέσο μοναδιαίο κόστος δεν επιτρέπεται να κινείται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε επίπεδα τέτοια που να είναι οι πωλήσεις κάτω των συνολικών δαπανών και να καταγράφονται ζημιές προκαλώντας συνεχή μείωση των επενδυτικών κεφαλαίων και, τελικά, χρεοκοπία.
Μέσο πάγιο κόστος
Το σύνολο των παγίων δαπανών μιας εταιρείας που αντιστοιχεί ανά παραγόμενο προϊόν. Ευρίσκεται από τη διαίρεση των συνολικών παγίων δαπανών μιας εταιρείας σε ετήσια βάση δια του αριθμού των παραγομένων προϊόντων. Η κατά το δυνατόν ορθολογικότερη χρήση των παγίων δαπανών (π.χ. νοίκια για τα κεντρικά γραφεία κλπ) συνεπάγεται μείωση του μέσου παγίου κόστους και δυνατότητες ευκολότερης διάθεσης των προϊόντων στην αγορά.
Ελαστικές δαπάνες
Εκείνες οι δαπάνες τις οποίες μπορεί με ευκολότερο τρόπο μια επιχείρηση να περιορίσει χωρίς να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών.
Ανελαστικές δαπάνες
Οι δαπάνες που έχει μια επιχείρηση τις οποίες δεν μπορεί να μειώσει. Πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα ανελαστικών δαπανών, όπως: τέλη καθαριότητας που επιβάλλουν οι Δήμοι στις επιχειρήσεις, λιμενικά τέλη, ασφαλιστικές εισφορές ως ποσοστό των αμοιβών των εργαζομένων κλπ. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι εφικτή η μείωση των "ανελαστικών δαπανών" οι managers επιδιώκουν να συμπιέσουν άλλες περισσότερο "ελαστικές δαπάνες" (βλ.λ.) (Επίσης, βλ. "κοστολόγηση", "αναπροσαρμογή του κόστους", "μη ανταγωνιστικό κόστος", "επενδύσεις μείωσης του κόστους παραγωγής")
Παράγοντες αναπροσαρμογής του κόστους
Η μεταβολή του προϋπολογισμένου κόστους για την παραγωγή ενός προϊόντος ή την παροχή μιας υπηρεσίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση ή την αύξηση του αρχικού κόστους, που πρέρχεται κατώ από την επίδραση των εξής παραγόντων:
1. Εσωτερικοί παράγοντες. Είναι διάφοροι παράγοντες που επιδρούν στη μεταβολή του κόστους μιας επιχείρησης – όπως είναι αύξηση του κόστους της καταναλισκόμενης ενέργειας, των πρώτων υηλών, μεταβολή των επιτοκίων δανεισμού της επιχείρησης κλπ.
2. Εξωτερικοί παράγοντες. Είναι όλοι εκείνοι οι παράγοντες που επηρεάζουν γενικότερα τις μεταβολές των συντελεστών παραγωγής μιας εθνικής οικονομίας και κατ΄ επέκταση το μέσο κόστος των επιχειρήσεων. Σε αυτή την κατηγορία παραγόντων μεταβολής του κόστους των επιχειρήσεων είναι: ο πληθωρισμός, νομοθεσίες που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τους εργοδότες για την απασχόληση εργαζομένων, οι τιμές των βιομηχανικών ακινήτων κλπ. Βασική επιδίωξη των managers είναι η εφαρμογή πολιτικών που θα συμβάλλουν στη συμπίεση του κόστους σε όλα τα επίπεδα με το μέγιστο οικονομικό όφελος.
Καθαρά έσοδα ανά προϊόν
Τα καθαρά κέρδη που εξασφαλίζει μια επιχείρηση από κάθε προϊόν που παράγει ανάμεσα σε μια γκάμα διαφορετικών προϊόντων. Το σύγχρονο management δέχεται ότι δεν αποτελεί αυτοσκοπό η δημιουργία μιας μεγάλης γκάμας προϊόντων, από τα οποία λίγα ή πολλά προκαλούν ζημιές στην επιχείρηση. Με βάση τις θεωρίες και πρακτικές των "Activity Based Management" και "Activity Based Costing" (βλ. σχετικούς όρους) όλα τα προϊόντα θα πρέπει να ταξινομούνται ανάλογα με το εάν αποφέρουν κέρδη ή δημιουργούν ζημιές στην επιχείρηση, ώστε να γίνουν αναδιαρθρώσεις για να παύσει η παραγωγή ζημιογόνων προϊόντων. Βεβαίως, πριν από την παύση της παραγωγής επιβάλλετια να γίνουν έρευνες για να διαπιστωθεί μήπως για τις ζημίες που προκαλεί ένα προϊόν φταίνε άλλοι παράγοντες - όπως η ανεπαρκής διαφημιστική προβολή, η υψηλή τιμή κλπ - και όχι αυτό καθ΄εατό το προϊόν.
Καθαρά έσοδα ανά πελάτη
Το καθαρό κέρδος που εξασφάλισε η επιχείρηση από την πώληση ενός ή περισσοτέρων προϊόντων από τον κάθε πελάτη της ξεχωριστά σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (συνήθως στη διάρκεια της ετήσιας οικονομικής χρήσης). Πρόκειται στην πράξη για ένα δείκτη που δύναται να προκύψει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών με το συνολικό αριθμό των πελατών. Εντούτοις, επειδή ο όγκος των πωλήσεων ανά πελάτη μπορεί να παρουσιάζει μεγάλες διαφορές με βάση το πελατολόγιο είναι καλλίτερο να γίνεται "μέτρηση" των καθαρών εσόδων που εξασφάλισε ο κάθε πελάτης ξεχωριστά. Στην τελευταία περίπτωση μια τέτοια κατανομή ενδέχεται να αποκαλύψει εκείνους του πελάτες που πραγματοποιούν οριακές αγορές από την επιχείρηση και συνεπάγονται ζημίες, ενώ αντίθετα άλλοι πελάτες αγοράζουν μεγάλες ποσότητες και αποφέρουν μεγάλα καθαρά έσοδα. Η ταξινόμηση των πελατών με βάση το εάν αυτοί αποφέρουν κέρδη ή δημιουργούν ζημιές μπορεί να αποτελέσει τη βάση για διαφοροποίηση των τιμολογιακών πολιτικών, ώστε να "επιβραβεύονται οι καλοί πελάτες" μέσα από ειδικές προσφορές κλπ.
Εξυπηρέτηση πελάτη (customer care)
Η εξειδικευμένη πολιτική που ακολουθεί μια εταιρεία προκειμένου να "φροντίζει" τους πελάτες της ώστε αυτοί να είναι απόλυτα ευχαριστημένοι. Η "συνεχής φροντίδα των πελατών" αποτελεί διαδικασία ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης και ενίσχυσης των μεριδίων αγοράς που κατέχει. Αυτονόητο είναι ότι, πολιτικές "συνεχούς φροντίδας των πελατών" έχουν πολύ θετικές συνέπειες για τις πωλήσεις των επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάσσεται και το after sales service που αποτελεί εξαιρετικά σημαντική υποστηρικτική προσπάθεια για ενίσχυση των πωλήσεων της επιχείρησης.
Αξιολόγηση αποδόσεων προϊόντων
Μέθοδος του management που αποβλέπει να κατανείμει τα παραγόμενα προϊόντα μιας επιχείρησης ανάμεσα σε εκείνες που αποφέρουν κέρδη και στα υπόλοιπα που προκαλούν ζημιές. Μεσοπρόθεσμα η ακολουθητέα πολιτική θα πρέπει να αποβλέπει στη μείωση του κόστους παραγωγής εκείνων των προϊόντων που προκαλούν ζημία. Αποφάσεις, όμως, που θα αφορούν στην άρση ή στη συνέχιση της παραγωγής προϊόντων που προκαλούν ζημίες θα εξαρτηθεί από έρευνες αγοράς σχετικά με τη ζήτηση που θα έχουν μελλοντικά αυτά τα προϊόντα: 1) Εάν οι έρευνες συμφωνούν στο ότι θα αυξηθεί η κατ΄ όγκο ζήτησή τους, θα πρέπει να μεταβληθούν τα κοστολογικά δεδομένα.2) Εάν εκτιμάται ότι δεν θα υπάρξει ενδιαφέρον για τα ζημιογόνα προϊόντα τότε θα πρέπει άμεσα να εγκαταλειφθεί η παραγωγή τους. Στην πράξη πρόκειται για μια εργασία που εντάσσεται στην επικέντρωση μιας επιχείρησης στο core business και στην πραγματοποίηση αναδιαρθρώσεων παραγωγής, απόσχισης ζημιογόνων κλάδων κλπ. (βλ. και "Activity Based Costing", "Activity Based Management")
Αξιολόγηση αποδόσεων δικτύων διανομής
Εξειδικευμένη μέθοδος του management που αποβλέπει να "μετρήσει" τη συμμετοχή των καναλιών διανομής που διαθέτει μια επιχείρηση στα κέρδη ή στις ζημιές. Η συνεχής αξιολόγηση του δικτύου διανομής θα αποκαλύψει πιθανόν τα "αδύνατα σημεία" της επιχείρησης σε ότι αφορά στην εμπορική δικτύωσή της. Ενδεχόμενα τοπικοί αντιπρόσωποι να μην είναι αρκετά αποτελεσματικοί και να χρειάζεται να γίνουν προσπάθειες για να βρεθούν αντικαταστάτες που θα εξασφαλίζουν καλλίτερες επιδόσεις για την παραγωγό εταιρεία. Ωστόσο, η σχετική διαδικασία μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως μη ρεαλιστική, καθώς για τις αρνητικές αποδόσεις του δικτύου πιθανόν να υπάρχουν άλλοι παράγοντες που να συσσωρεύουν ζημιές στην επιχείρηση - όπως είναι η χαμηλή ποιότητα των προϊόντων που διαθέτει, η μη προσέγγιση πελατών που αποφέρουν κέρδη κλπ - χωρίς να ευθύνονται, τελικά, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι, οι συνεργάτες κλπ. Τα "Activity Based Management" και "Activity Based Costing" (βλ. όρους) αποτελούν ολοκληρωμένες μεθόδους "μέτρησης" του καθαρού οφέλους που αποφέρει ή της ζημιάς που προκαλεί σε μια επιχείρηση κάθε οικονομικός συντελεστής.
Αξιολόγηση αποδόσεων ανά πελάτη
Η μεθοδολογία που αποβλέπει στη "μέτρηση" της καθαρής αξίας που αποφέρει στην επιχείρηση ο κάθε πελάτης, ώστε να ξεχωρίσουν οι πελάτες που αποφέρουν καθαρά κέρδη ή προκαλούν ζημιές. Με βάση το Activitity Based Management και το Activity Based Costing (βλ. λέξεις) μια επιχείρηση θα πρέπει: 1) Να αναπροσαρμόσει τις εμπορικές πολιτικές της έναντι πελατών που αποτελούν «βάρος» γι΄ αυτήν.2) Να συμπιεσθεί το κόστος παραγωγής ώστε τα συνολικά έσοδα να αποφέρουν μεγαλύτερα κέρδη, υπερκαλύπτοντας έτσι τις επιβαρύνσεις που προκαλούνται από επισφαλείς πελάτες. 3) Να σταματήσει άμεσα ο εφοδιασμός των πελατών που δημιουργούν ζημία στην επιχείρηση.
Μεγιστοποίηση οικονομικού οφέλους του πελάτη
Βασική αρχή του σύγχρονου και αποτελεσματικού management, σύμφωνα με την οποία η επιχείρηση έχει ως κύριο σκοπό να μεγιστοποιεί το οικονομικό όφελος του πελάτη από τα προϊόντα που αυτή του προσφέρει, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο "πελατοκεντρισμός" δεν προκαλεί ζημιές στην επιχείρηση. Η "φιλοσοφία" αυτή βασίζεται στο ότι, για να δημιουργούν κέρδη οι επιχειρήσεις, αυτές θα πρέπει να παράγουν εμπορεύματα ή να παρέχουν υπηρεσίες που είναι ποιοτικά καλλίτερες, σε χαμηλότερες τιμές κλπ σε συγκριση με τις ομοειδείς υπηρεσίες και εμπορεύματα που προσφέρουν άλλες επιχειρήσεις του κλάδου. Με βάση αυτή τη "φιλοσοφία" οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν επενδύσεις που αποβλέπουν στη συνεχή βελτίωση των προϊόντων τους, ώστε αυτά να μεγιστοποιούν το οικονομικό όφελος του πελάτη με βάση τις τιμές που καταβάλλει αυτός.
Activity Based Costing
Πολιτική ελέγχου του κόστους κάθε επιμέρους οικονομικής δραστηριότητας μέσα στην επιχείρηση και συσχετίζεται αυτό με το συνολικό αριθμό των συναλλαγών που γίνονται για κάθε προϊόν και κάθε υπηρεσία. Παλαιότερα υπολογίζονταν ο συνολικός όγκος της παραγωγής και η σχέση συνολικών εσόδων προς έξοδα. Τώρα επιδιώκεται η μέτρηση του κόστους κάθε προϊόντος και υπηρεσίας ξεχωριστά και η συμβολή τους στη δημιουργία καθαρών κερδών σε όφελος των μετόχων, λαμβάνοντας υπ΄ όψη τη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους του πελάτη. Η κοστολόγηση με βάση την ασκούμενη οικονομική δραστηριότητα αποτελεί μια δυναμική εξέλιξη των παραδοσιακών μεθόδων κοστολόγησης της παραγωγής και των παρερχομένων υπηρεσιών. Οι κοστολογήσεις είχαν ως βασικό στόχο τη μέσα σε ορισμένα όρια διαμόρφωση του συνολικού κόστους και στη συνέχεια τη διαμόρφωση, με βάση αυτό τον προϋπολογισμό, των περιθωρίων κέρδους, των χονδρικών και λιανικών τιμών διάθεσης των προϊόντων κλπ.
Activity Based Management
Πολιτική management με την οποία επιδιώκεται βελτιστοποίηση των οικονομιών επιδόσεων μιας επιχείρησης με την ανάπτυξη δραστηριότητας μόνο σε τομείς που μπορούν να αποφέρουν κέρδη μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και με εγκατάλειψη εκείνων των δραστηριοτήτων και συντελεστών παραγωγής που προκαλούν ή αναμένεται να προκαλέσουν συσσωρευόμενες ζημιές σε βάρος των συμφερόντων των μετόχων. Η μεθοδολογία του Activity Based Management βασίζεται στη συσχέτιση εσόδων του κάθε μεμονωμένου συντελεστή παραγωγής και των δαπανών που αυτός προκαλεί στην επιχείρηση. Με βάση αυτές τις μετρήσεις πραγματοποιούνται αναδιαρθρώσεις σε πελατολόγια, επαναξιολόγηση προσωπικού, συνεργατών κλπ, έτσι ώστε οι επιλεγόμενες οικονομικές μονάδες να αποφέρουν μόνο κέρδη και μη δημιουργούν ζημιές στην επιχείρηση.
Test marketing
Η διαδικασία δημιουργίας δειγμάτων ενός νέου προϊόντος, τα οποία θα είναι διαθέσιμα για δοκιμασία από το καταναλωτικό κοινό. Τα δείγματα νέων αρωμάτων, για παράδειγμα, αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση νέων προϊόντων, τα οποία επιδιώκεται να γίνουν γνωστά στο καταναλωτικό κοινό. Μέσα από αυτά τα δείγματα οι καταναλωτές είναι σε θέση να κρίνουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των νέων προϊόντων και εάν αυτά τους αρέσουν δύνανται στη συνέχεια να πληροφορηθούν τιμές κλπ. Μέσα από αυτή τη διαδικασία προσέγγισης των καταναλωτών για να γνωρίσουν δωρεάν νέα προϊόντα τίθεται σε πραγματική δοκιμασία και μια ολόκληρη σειρά επενδύσεων παραγωγής, εκπαίδευσης προσωπικού κλπ που έχει προηγηθεί μέχρι να δημιουργηθεί το νέο προϊόν.
Break-even point (BEP)
Είναι το σημείο εκείνο στο οποίο οι πωλήσεις καλύπτουν πλήρως το σύνολο των δαπανών της επιχείρησης, ενώ κάτω από αυτό το σημείο μπαίνει πλέον σε τροχιά ζημιών και κινδυνεύει η βιωσιμότητά της. Είναι το κρίσιμο σημείο για το εάν μια επένδυση είν αι βιώσιμη ή όχι.Η διοίκηση κάθε εταιρείας οφείλει να εντοπίσει το σημείο BEP που επιτρέπει στην εταιρεία να καλύπτει από τις πωλήσεις της τα συνολικά έξοδα και να αναζητεί τρόπους να πραγματοποιεί πωλήσεις πάνω από αυτό το σημείο ώστε να εξασφαλίζονται κέρδη. Επισημαίνεται ότι το σημείο BEP μεταβάλλεται διαχρονικά κάτω από την επίδραση κυρίως της ζήτησης για τα προϊόντα που διαθέτει η εταιρεία, καθώς και από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι: μια οικονομική κρίση, μια μεγάλη άνοδος των επιτοκίων δανεισμού κλπ.
Ανταγωνισμός
Ο αγώνας στον οποίο αποδύονται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις για να επικρατήσουν ή να επιβιώσουν μέσα στην αγορά. Η ανάλυση των συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν σε κάθε ξεχωριστή αγορά αποτελεί βασικό στόχο του κάθε μεγάλου επενδυτή, καλύπτοντας ένα τεράστιο εύρος θεμάτων, που έχουν να κάνουν με τις τιμές πώλησης, το κόστος παραγωγής, τις εισαγωγές ανταγωνιστικών προϊόντων ή στενών υποκαταστάτων κλπ. Ο ανταγωνισμός αυτός εκδηλώνεται μέσα στα πλαίσια που ορίζουν η κοινοτική νομοθεσία κλπ και αποφεύγονται πρακτικές που οδηγούν σε παραβιάσεις της νομοθεσίας. Με βάση τις σχετικές αναλύσεις και τα συμπεράσματα που βγαίνουν για το επίπεδο και τα χαρακτηριστικά του ανταγωνισμού οι μεγαλοεπενδυτές πραγματοποιούν τις τελικές επιλογές για τη διάρθρωση των επενδυτικών χαρτοφυλακίων τους.
Υγιής ανταγωνισμός
Χαρακτηρισμός εκείνων των αγορών στις οποίες ο ανταγωνισμός είναι ισχυρός και μέσα στα πλαίσια της εμπορικής νομοθεσίας και οδηγεί σε βελτίωση των τιμών, της ποιότητας των προϊόντων, του after sale service κλπ σε όφελος των καταναλωτών. Η ανάπτυξη των πολύπλευρων τεχνικών του strategic management σε συνδυασμό με τις μεγάλες αλλαγές που φέρνει η τεχνολογία σε όλα τα επίπεδα συμβάλλουν στην ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού και στην επικράτηση εκείνων των επιχειρήσεων που καταφέρνουν να παρέχουν καλλίτερες υπηρεσίες και προϊόντα με το χαμηλότερο κόστος για τον μέσο καταναλωτή.
Αθέμιτος ανταγωνισμός
Η λειτουργία της αγοράς μέσα σε συνθήκες δραστηριοποίησης επιχειρήσεων με μη θεμιτά και μη νόμιμα μέσα, που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των επιχειρήσεων εκείνων που λειτουργούν εφαρμόζοντας πλήρως τις νομοθεσίες που αφορούν εργασιακές σχέσεις, φορολογία κλπ. Η παραβίαση τγων νομοθεσιών, ιδιαίτερα της φορολογικής, σε ευρεία έκταση προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού και αποβαίνουν σε βάρος των επιχειρήσεων που λειτουργούν απολύτως νόμιμα. Η πάταξη του αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί προϋπόθεση υγιούς επιχειρηματικής ανάπτυξης και επιβάλλεται η ενεργός παρέμβαση της Πολιτείας, ενώ οι θιγόμενες επιχειρήσεις δύνανται να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη, να κάνουν καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλπ
Ανακλητή ομολογία
Η ομολογία που δύναται να αποσυρθεί από την αγορά ύστερα από άσκηση του δικαιώματος της "ανάκλησης" ή "call" από τον εκδότη. Οι κατεχόμενες από τους επενδυτές ομολογίες οφείλουν να τις προσκομίσουν στον εκδότη και να εξοφηλθούν οι απαιτήσεις τους υπολογιζόμενες με βάση τον αριθμό των κομιζομένων ομολογιών επί την τιμή εξόφλησης, η οποία είναι συνήθως ίση με την ονομαστική τιμή της ομολογίας. Περισσότερα βλ. σε "callable bond", καθώς και σε "callable mortgage", "callable passthrough certificates"
Ανακτήσιμο περιουσιακό στοιχείο
Η αξία του περιουσιακού στοιχείου μιας επιχείρησης ή και η αξία της ίδιας της επιχείρησης που βασίζεται στην αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου συνυπολογίζοντας και τις δυνατότητες που θα έχει αυτό να δημιουργεί νέα εισοδήματα σε όφελος των μετόχων. Το "Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 36" (βλ.ο) απαιτεί το ανακτήσιμο ποσό περιουσιακού να αποτιμάται ως η υψηλότερη αξία μεταξύ καθαρής τιμής πώλησης και αξίας λόγω χρήσης
Ανακτήσιμο ποσό
Με βάση το ΔΛΠ 36 ως ανακτήσιμο ποσό θεωρείται το υψηλότερο ποσό που προκύπτει μεταξύ της καθαρής τιμής πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου και της αξίας λόγω χρήσης του.
Ανάκληση
Το δικαίωμα που έχει ένας "εκδότης ομολογιών" (βλ.ο.) να απαιτήσει την άμεση αποπληρωμή των ομολογιών που έχει εκδώσει και να αποπληρώσει τις απορρέουσες από τις εκδοθείσες ομολογίες υποχρεώσεις του με τιμή εξόφλησης την ονομαστική τιμή ομολογίας, ανεξάρτητα από την τρέχουσα χρηματιστηριαή αξία της. Προφανώς η "ανάκληση ομολογίας" (Βλ. "call") οφείλεται στη μείωση των μέσων επιτοκίων αγοράς, που δημιουργεί την ευκαιρία στον εκδότη να προχωρήσει στην έκδοση νέων ομολογιών με βάση ένα χαμηλότερο επιτόκιο (Βλ. και: "call risk", "ανακλήσιμη κτηματική ομολογία", "ανάκληση κτηματικής ομολογίας", "call option", "call premium")
Ανάλυση χρηματοοικονομικών εξόδων Η κατανομή των διαφόρων δαπανών για τόκους μακροπρόθεσμων δανείων, τόκους και έξοδα βραχυπρόθεσμων τραπεζικών χρηματοδοτήσεων κλπ. Μια επιχείρηση ακινήτων μπορεί να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση των χρηματοοικονομικών εξόδων της μέσω μετατροπής ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων σε μακροπρόθεσμες τραπεζικές υποχρεώσεις, πωλήσεις ακινήτων συμμετοχών κλπ για μείωση χρηματοοικονομικών εξόδων, πραγματοποίηση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με μετρητά και χρησιμοποίησή τους για αποπληρωμή δανείων κλπ. Βλ. και: "χρηματοοικονομικά αποτελέσματα", "πιστωτικοί τόκοι" και "χρεωστικοί τόκοι"
Αναλυτές επιχειρήσεων
Εξειδικευμένα άτομα που συγκεντρώνουν συνεχώς πληροφορίες για συγκεκριμένες επιχειρήσεις προκειμένου να κάνουν συνεχείς αναλύσεις και να κάνουν εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία των χρηματιστηριακών τιμών, των διανεμητέων μερισμάτων κλπ.
Ανάλυση εξόδων διοικητικής λειτουργίας
Η ταξινόμηση των διαφόρων κατηγοριών δαπανών που συνδέονται με τα "έξοδα διοικητικής λειτουργίας" (βλ.ο). Η σχετική κατανομή διευκολύνει εργασίες εξορθολογισμού δαπανών με σκοπό τη συμπίεση εκείνων που δεν αποδίδουν από επενδυτικής πλευράς
Αναπροσαρμοσμένη λογιστική αξία επιχείρησης
- Η αναπροσαρμογή της λογιστι΄κης αξίας περιουσιακών στοιχείων επιχείρησης λόγω εσφαλμένων υπολογισμών, υποτίμησης στοιχείων του ενεργητικού κλπ με σκοπό να είναι πιο ακριβείς οι πληροφορίες που αφορούν επιχειρήσεις, τα ακόινητα που κατέχουν κλπ σε όφελος των μετόχων, των επενδυτών, τραπεζών κλπ.
- Η μέθοδος που προβλέπεται από τα "Διεθνή Εκτιμητικά Πρότυπα" (βλ.ο) για καταγραφή των λογιστικών μεταβολών που έχει υποστεί μια επιχείρηση σε ότι αφορά διάφορα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις με βασικό στόχο να καταδειχθεί με αντικειμενό τρόπο η καθαρή θέση της επιχείρησης, διευκούνοντας την εξαγορά της κλπ
Αναπόσβεστο κόστος αντικατάστασης
Οι δαπάνες που απαιτούνται για να έλθει στην προτέρα κατάσταση ένα ενσώματο πάγιο (να ανακατασκευασθεί ή να αντικατασταθεί) αφού αφαιρεθούν οι συσσωρευθείσες αποσβέσεις.
Ανατοκισμός
Η πράξη της πρόσθεσης των τόκων για δανεισθέν κεφάλαιο και ο υπολογισμός επί του αυξημένου κεφαλαίου νέου τόκου με επιτόκιο ανάλογα με τη συμφωνία που υπάρχει μεταξύ δανειστή και δανειολήπτη. Ο ανατοκισμός από επενδυτικής πλευράς χαρακτηρίζει «συντηρητικούς επενδυτές», κυρίως κατόχους περιορισμένων διαθεσίμων κεφαλαίων, που δεν τους επιτρέπει να πραγματοποιούν «διασπορά επενδύσεων», τοποθετώντας μέρος των κεφαλαίων τους σε άλλες αξίες με πιθανότητες επίτευξης υψηολότερων αποδόσεων αλλά με μεγαλύτερα επενδυτικά ρίσκα.
Ανώνυμη μετοχή
Η μετοχή που είναι άμεσα διαπραγματεύσιμη και δεν υπάρχει υποχρέωση αναγραφής του ονοματεπωνύμου του τελευταίου κατόχου. Ωστόσο η νομοθεσία προβλέπει ότι επί των εισηγμένων εταιρειών όταν ένας επενδυτής αποκτά ένα σημαντικό ποσοστό μετοχών ή θέλει να ρευστοποιήσει πακέτα μετοχών οφείλει να υπάρχει δημόσια ενημέρωση, αποβλέποντας στην καλλίτερη προστασία των μικρομετόχων από πράξεις που μπορούν να προκλούν αισθητές μεταβολές της χρηματιστηριακής αξίας, όταν πραγματοποιούνται αγορές ή πωλήσεις μεγάλων πακέτων μετοχών.
Αξία κτήσεως
Η τιμή που καταβάλει μια επιχείρηση για να αποκτήσει ένα περιουσιακό στοιχείο που θα χρησιμοποιεί μακροπρόθεσμα (π.χ. ένα εργοστάσιο) και το οποίο θα αποτελεί τη βάση για συνεχείς "αποσβέσεις" σε βάθος χρόνου μέχρις ότου εκμηδενισθεί η αξία και η διάρκεια ζωής και χρήσης αυτού του περιουσιακού στοιχείου
Αξία λόγω χρήσης
Η παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμιακών ροών, που αναμένονται να προκύψουν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από τη διάθεσή του κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής. Πρόκειται για μια μέθοδο που στηρίζεται στο "Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 36" (βλ.ο) με ευρείες χρήσεις για αποτιμήσεις επιχειρήσεων, διευκολύνοντας αγοραπωλησίες πακέτων μετοχών, ακινήτων τους κλπ. Βλ. και "καθαρή τιμή πώλησης"
Κατανομή επενδύσεων (asset allocation)
Η επενδυτική στρατηγική που ακολουθούν οι θεσμικοί επενδυτές για την κατανομή των κεφαλαίων που διαθέτουν, επιλέγοντας τα ποσοστά συμμετοχής διαφόρων κατηγοριών επενδυτικών προϊόντων που θα περιληφθούν στο σύνολο του ενεργητικού τους για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τα ποσοστά αυτά ανταποκρίνονται στους στρατηγικούς στόχους που έχουν τεθεί για εξασφάλιση συγκεκριμένων αποδόσεων σε διάφορες κατηγορίες προϊόντων (πχ 30% του συνόλου σε μετοχές εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης, 20% σε εταιρικές ομολογίες, 30% σε κρατικές ομολογίες, 10% σε εταιρείες real estate και το υπόλοιπο 10% σε ρευστά διαθέσιμα).
Τακτική κατανομής επενδύσεων (tactical asset allocation)
Η πολιτική που καθορίζουν οι investment managers για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο σε ότι αφορά την κατανομή των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο, αφού έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη ανάλυση των προοπτικών των αγορών. Σε γενικές γραμμές ανάλογα με τις προοπτικές που αναμένεται να διαμορφωθούν στις αγορές ασκούνται «αμυντικές» ή «επιθετικές» επενδυτικές πολιτικές.
Κινητές αξίες
Αποτελούν αξίες οι οποίες δύνανται να μεταβιβασθούν άμεσα ή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επενδυτών, μέσα από αγοραπωλησίες που βασίζονται στη σχέση της ζήτησης προς την προσφορά σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Στις κινητές αξίες περιλαμβάνονται:
- Οι μετοχές εταιρειών και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές εταιρειών.
- Οι ομολογίες, τα ομόλογα και τα λοιπά είδη χρεωστικών τίτλων.
- Κάθε άλλος διαπραγματεύσιμος τίτλος που παρέχει δικαίωμα απόκτησης τέτοιων κινητών αξιών με εγγραφή ή με ανταλλαγή.
Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα των κινητών αξιών είναι ότι:
- Δύνανται να ρευστοποιούνται ταχύτατα, επιτρέποντας στους κατόχους τους να τις μετατρέπουν σε χρηματικά διαθέσιμα, που μπορούν να μετατραπούν σε άλλες αξίες (κινητές ή μη), να καλύψουν δαπάνες των κατόχων τους κλπ.
- Η ταχύτητα ρευστοποίησης κινητών αξιών αποτελεί κίνητρο για τους επενδυτές να εξασφαλίζουν υπεραξίες μέσω της αγοράς σε χαμηλότερες τιμές από τις τιμές πώλησής τους.
Ωστόσο, οι συνεχείς μεταβολές των χρηματιστηριακών τιμών των κινητών αξιών εγκυμονούν πάντοτε κινδύνους απώλειας κεφαλαίων, πραγματικότητα που εξηγεί τη μακροχρόνια ανάπτυξη εξειδικευμένων εταιρειών διαχείρισης κινητών αξιών.
Εταιρεία διαχείρισης κινητών αξιών
Η εταιρεία που έχει ως κύρια δραστηριότητα τη διαχείριση κινητών αξιών για λογαριασμό ιδιωτών επενδυτών, θεσμικών, ΟΣΕΚΑ που έχουν τη μορφή αμοιβαίων κεφαλαίων, εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου κλπ.
Οι εταιρείες διαχείρισης κινητών αξιών είναι οργανωμένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πετυχαίνουν τις καλλίτερες δυνατές αποδόσεις για τα κεφάλαια που τους έχουν εμπειτευθεί οι πελάτες τους. Αυτό σημναίνει ότι έχουν πολύ εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο, κατά κανόνα, πραγματοποιεί αγοραπωλησίες κινητών αξιών με βάση τις γενικές ή ειδικές εντολές που έχουν από τους πελάτες τους.
Θεματοφύλακας
Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει ως καθήκον την φύλαξη περιουσιακών στοιχείων νομικών και φυσικών προσώπων σύμφωνα με τις εντολές που έχει από αυτά, μεριμνώντας ακόμη και για την επαύξηση της συνολικής αξίας τους. Σε ότι αφορά εντολές που έχει από Οργανισμούς Συλλογιών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) ο θεματοφύλακας ευθύνεται για την:
- ταμειακή παρακολούθηση και διαχείριση των κινήσεων των στοιχείων του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ – σύμφωνα με τις οδηγίες της εταιρείας διαχείρισης,
- διάθεση, έκδοση, εξαγορά, καταβολή της αξίας των εξαγοραζόμενων μεριδίων του ΟΣΕΚΑ κλπ,
- αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ, εργασία που συνεπάγεται τον υπολογισμός της καθαρής αξίας των μεριδίων του, σύμφωνα με τις εντολές που έχει από αυτόν και με βάση πάντοτε την ισχύουσα νομοθεσία,
Απόδοση επένδυσης απαλλαγμένης κινδύνου
Η θεωρητική απόδοση σε ποσοστό % του επενδυόμενου κεφαλαίου που υπολογίζετια ότι θα έχει ο επενδυτής εκτιμώντας ότι δεν διατρέχει κανένα απολύτως κίνδυνο. Στην πράξη μια τέτοια προσέγγιση ισχύει περισσότερο για τα έντοκα γρμμάτια Δημοσίου. Για τα χρεόγραφα με βάση ακίνητα θεωρητικά απαλλαγμένα από κινδύνους είναι τα αμοιβαία κεφάλαια που έχουν επενδύσει σε κτηματικές ομολογίες σταθερού επιτοκίου
Απόδοση νέων ταμιακών διαθεσίμων με βάση τις πωλήσεις
Δείκτης σε % που υποδηλώνει κατά πόσον οι λειτουργικές δραστηριότητες δύνανται να συμβάλλουν στη δημιουργία νέων καθαρών ταμιακών διαθεσίμων και στην αύξηση της ρευστότητας και της αυτοχρηματοδότησης της ανάπτυξης της επιχείρησης. Προκύπτει από ένα κλάσμα με αριθμητή την "καθαρή αύξηση στα ταμιακά διαθέσιμα και ισοδύναμα περιόδου" (βλ.ο.) και παρονομαστή τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις στην ίδια περίοδο κατά την οποία δημιουργήθηκαν τα νέα ταμιακά διαθέσιμα. Σε περιόδους ύφεσης και κάμψης των πωλήσεων νέων ακινήτων τα νέα ταμιακά διαθέσιμα να εμφανίζονται αρνητικά. Ωστόσο δεν αποκλείεται η εξασφάλιση μεγάλων δανείων να προκαλέσουν αύξηση των εισροών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων κατά την επισκοπούμενη περίοδο και τα ταμιακά διαθέσιμα περιόδου να είναι θετικά, δημιουργώντας μια πλασματική εικόνα για την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης ακινήτων
Απόδοση νέων ταμιακών διαθεσίμων με βάση το ενεργητικό
Δείκτης σε % που υποδηλώνει κατά πόσον το ενεργητικό μιας επιχείρησης συμβάλλει στη δημιουργία νέων ταμιακών διαθεσίμων στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (σε ετήσια βάση ο δείκτης είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικός). Προκύπτει από ένα κλάσμα με ονομαστή την "καθαρή αύξηση στα ταμιακά διαθέσιμα και ισοδύναμα περιόδου" (βλ.ο.) και παρονομαστή το μέσο όρο του γενικού συνόλου ενεργητικού της περιόδου έναρξης και και λήξης περιόδου, στη διάρκεια των οποίων αυξήθηκαν ή μειώθηκαν τα ταμιακά διαθέσιμα, επί 100. Επιχειρήσεις ακινήτων με υψηλούς δείκτες ταμικαών διαθεσίμων προς ενεργητικό υποδηλώνουν δυνατότητες αύξησης της κερδοφορίας τους. Ωστόσο, είναι δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για μεγάλες χρονικές περιόδους, καθώς ο σχετικός δείκτης επηρεάζεται τόσο από εσωτερικούς παράγοντες - κυρίως από τις μεγάλες εκροές για πραγματοποίηση νέων επενδύσεων - όσο και απο εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι μια ανεπιθύμητη άνοδος των επιτοκίων που θα διογκώσει τις εκροές για εξοφλήσεις δανείων και τα επιδράσει αρνητικά στα τελικά αποτελέσματα
Αποθέματα
Αποθέματα είναι περιουσιακά στοιχεία τα οποία: 1) Κατέχονται προς πώληση, κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών της επιχείρησης, 2) Βρίσκονται στη διαδικασία της παραγωγής για πώληση 3) Έχουν, επίσης, τη μορφή υλικών ή εφοδίων για να αναλωθούν στην παραγωγική διαδικασία ή στην παροχή υπηρεσιών. Ένα σύνολο από "εμπορεύματα", "πρώτες ύλες", "βοηθητικές ύλες" (βλ. όρους) κλπ που κατέχει μια εταιρεία και είναι έτοιμες προς πώληση ή στη φάση της παραγωγικής διαδικασίας. Για τις εισηγμένες εταιρείες έχει μεγάλη σημασία η αξία των αποθεμάτων που διαθέτει:
- Εταιρείες που διαθέτουν μεγάλουδς όγκους αποθεμάτων σε περίοδους έναρξης μιας ύφεσης επιβαρύνονται αρνητικά οι χρηματιστηριακές αξίες τους, καθώς δεν καταφέρουν να πραγματοποιήσουν πωλήσεις με ικανοποιητικά κέρδη.
- Εταιρείες που έχουν εχουν εξασφαλίσει μεγάλους όγκους αποθεμάτων σε χαμηλές τιμές θα έχουν κιδιαίτερα μεγάλα κέρδη από μία ταχεία αύξηση της ζήτησης, με θετικκές επιπτώσεις για τη χρηματιστηριακή αξία τους.
Αποσβέσεις
Η μείωση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου μιας επιχείρησης που χρησιμοποιείται μακροπρόθεσμα και την οποία έχει υποστεί αυτό από τότε που πέρασε υπό τον ιδιοκτησιακό έλεγχο της επιχείρησης. Οι αποσβέσεις χρησιμοποιούνται για να υπολογισθεί η "αναπόσβεστη αξία" ως προς την αρχική, την "αξία κτήσεως" (βλ. σχετικούς όρους)
Απόσβεση
Η συστηματική κατανομή του "αποσβεστέου ποσού" (βλ.ο) ενός περιουσιακού στοιχείου κατά τη διάρκεια της "ωφέλιμης ζωής" του. Είναι η αφαίρεση τμήματος της αξίας που έχει ένα περιουσιακό στοιχείο για τη χρησιμοποίησή που επηρεάζει ανάλογα τα προ φόρων κέρδη, με αποτέλεσμα όσο μεγαλύτερες είναι οι αποσβέσεις τόσο να επιβαρύνονται τα προ φόρων κέρδη. Οι αποσβέσεις προστιθέμενες με τους φόρους και τους τόκους που καταβάλλει η επιχείρηση στα προ φόρων κέρδη υπολογίζονται τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσων (κέρδη EBITDA) που αποτελούν βασικό στοιχείο για να διαπιστωθεί εάν η επιχείρηση εμφανιζει λειτουργικά κέρδη. Η απόσβεση αποτελεί συστατικό στοιχείο των "ταμιακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες" (βλ.ο) επηρεάζοντας σε τελική ανάλυση τα "ταμιακά διαθέσιμα" (βλ.ο) που δημιουργεί η επιχείρηση ακινήτων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους
Αποσβεστέο ποσό
Σύμφωνα με το "ΔΛΠ 16" (βλ.λ.) αποσβεστέο ποσό είναι το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή άλλο ποσό που υποκαθιστά το κόστος στις οικονομικές καταστάσεις μείον την υπολειμματική αξία του. Το αποσβέστεο ποσό διαφέρει κατά είδος ακινήτου και αναγνωρίζεται ως μια δαπάνη των επιχειρήσεων που κατέχουν ακίνητα. Ωστόσο δεν αναγνωρίζονται αποσβέσεις και αποσβεστέα ποσά για τα γήπεδα και οικόπεδα των επιχειρήσεων. Οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών για τους συντελεστές αποσβέσεων και τις εκπιπτόμενες δαπάνες για ίδιας κατηγορίας και ίδιους τρόπους κατασκευής ακινήτων δημιουργεί ανισότητες, οι οποίες επηρεάζουν ανάλογα τα καθαρά αποτελέσματα των επιχειρήσεων που κατέχουν και εκμεταλλεύονται ακίνητα με διάφορους τρόπους.
Αποτελέσματα χρήσης
Η λογιστική απεικόνιση της πορείας εργασιών και των εξόδων μιας πιχείρησης στη διάρκεια μιας ετήσιας οικονομικής περιόδου, στο τέλος της οποίας συντασσει τον «ισολογισμό» (βλ.ο). Τα κύρια στοιχεία που απεικονίζονται στα αποτελέσματα χρήσης και ενδιαφέρουν τους επενδυτές είναι ο «κύκλος εργασιών», το «κόστος πωλήσεων», τα «μεικτά κέρδη», οι «χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα» και τα «καθαρά κέρδη προ φόρων» (βλ. όρους). Ανάλογα με το πόσο καλή ήταν η πορρεία των αποτελεσμάτων χρήσης διαμορφώνοται τελικά και τα «κέρδη προς διάθεση» καθώς και τα ερίσματα» που θα διανεμηθούν.
Αποτίμηση αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων
Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις – σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 12» (βλ.ο.) πρέπει να αποτιμώνται με τους φορολογικούς συντελεστές που αναμένονται να εφαρμοστούν στην περίοδο κατά την οποία θα τακτοποιηθεί η υποχρέωση, λαμβάνοντας υπόψη τους φορολογικούς συντελεστές (και φορολογικούς νόμους) που έχουν θεσπιστεί ή ουσιωδώς θεσπιστεί, μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού.
Αποτίμηση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων
Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις – σύμφωνα με το «Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 12» (βλ.ο.) - πρέπει να αποτιμώνται με τους φορολογικούς συντελεστές που αναμένονται να εφαρμοστούν στην περίοδο κατά την οποία θα τακτοποιηθεί η απαίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους φορολογικούς συντελεστές (και φορολογικούς νόμους) που έχουν θεσπιστεί ή ουσιωδώς θεσπιστεί, μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού.
Αποτίμηση επιχειρήσεων με βάση την καθαρή θέση
Ο υπολογισμός της αξίας με βάση τα ίδια κεφάλαια που εμφανίζεται να διαθέτει αυτή σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Η καθαρή θέση προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ γενικού συνόλου ενεργητικού και συνολικών υποχρεώσεων. Η μέθοδος αυτή έχει σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς την "αποτίμηση επιχειρήσεων με βάση το κόστος κτήσης" (βλ. σχετικά) επειδή η μέθοδος αποτιμήσεων με βάση την καθαρή θέση υπολογίζει όλες τις αυξομειώσεις που έχουν υποστεί τα ίδια κεφάλαια (κέρδη και ζημιές, αυξήσεις μετοχικου κεφαλαίου με μετρητά, διεύρυνση/ απομείωση αποθεματικών κλπ) από την ημερομηνία κατά την οποία ιδρύθηκε ή εξαγοράσθηκε μια επιχείρηση
Αποτίμηση επιχειρήσεων με βάση το κόστος κτήσης
Ο υπολογισμός της αξίας μιας επιχείρησης με βάση το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά ή για την ίδρυσή της από "μητρική εταιρεία" (βλ.ο.). Το κόστος αποτελεί οικονομικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στο "πάγιο ενεργητικό" (βλ.ο.) μιας επιχείρησης ακινήτων η οποία αποβλέπει στο να εξασφαλίσει κέρδη από αυτή την επένδυση μέσω της ανάπτυξης εξαγορασθείσας ή ιδρυθείσας εταιρείας. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου η αξία μιας επιχείρησης με βάση το κόστος κτήσης αυτής μεταβάλλεται και θα πρέπει να γίνονται νέες αποτιμήσεις με βάση την καθαρή της θέση (βλ. "αποτίμηση επιχειρήσεων με βάση την καθαρή θέση"). Η πραγματοποιούσα την επένδυση επιχείρηση στοχεύει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που έχει η εξαγορασθείσα σε μια συγκεκριμένη αγορά ακινήτων με στόχο η τελευταία να αυξάνει μακροπρόθεσμα τα "ίδια κεφάλαια" (βλ.ο.) μέσω της κερδοφορίας
Αποτίμηση τρεχουσών φορολογικών απαιτήσεων
Οι τρέχουσες φορολογικές απαιτήσεις – σύμφωνα με το «Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 12» (βλ.ο.) - για την τρέχουσα και τις προηγούμενες περιόδους πρέπει να αποτιμώνται στο ποσό που αναμένεται να ανακτηθεί από τις φορολογικές αρχές, με τη χρήση φορολογικών συντελεστών (και φορολογικών νόμων) που έχουν θεσπιστεί ή ουσιαστικά θεσπιστεί, μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού
Αποτίμηση τρεχουσών φορολογικών υποχρεώσεων
Οι τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις – σύμφωνα με το «Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 12» (βλ.ο.) - για την τρέχουσα και τις προηγούμενες περιόδους πρέπει να αποτιμώνται στο ποσό που αναμένεται να πληρωθεί στις φορολογικές αρχές, με τη χρήση φορολογικών συντελεστών (και φορολογικών νόμων) που έχουν θεσπιστεί ή ουσιαστικά θεσπιστεί, μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού.
Αποφυγή καταβολής άμεσων φόρων
Η διόγκωση των δαπανών ή η μη εφάνιση τιμολογίων για πωλήσεις κτιρίων με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η φορολογούμενη οικοδομι΄κη εταιρεία με μειωμένα καθαρά προ φόρων κέρδη ή και με ζημίες μεταφερόμενες για συμψηφισμό κέρδη επομένων χρήσεων. Η αποφυγή άμεσων φόρων μπορεί να συντελεσθεί με την αύξηση του κόστους πωληθέντων, με τιμολόγια για ανύπαρκτες δαπάνες ή αγορές κλπ, που έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση των κερδών.
Αποφυγή καταβολής έμμεσων φόρων
Η μη καταβολή από οικοδομικές εταιρείες κλπ των έμμεσων φόρων και κυρίως ΦΠΑ. Στις σχετικές "μεθόδους φοροδιαφυγής" (βλ. σχετικά) εντάσσονται τεχνικές διόγκωσης του ΦΠΑ των εισροών, ο οποίος συμψηφίζεται με τον ΦΠΑ των εκροών, με τιμολόγια για ανύπαρκτες αγορές και δαπάνες